Τοι­χο­γρα­φία Πο­μπη­ί­ας. Κα­τά πα­ρά­δο­ση απει­κο­νί­ζει τη Σαπ­φώ


Σ Α Π Φ Ω

_____________
Επι­μέ­λεια αφιε­ρώ­μα­τος: Πα­να­γιώ­της Αντω­νό­που­λος
___________

Η σχέ­ση ποι­η­τών και φι­λο­λό­γων με τη Σαπ­φώ δεν αφο­ρά μό­νο το ποι­η­τι­κό έρ­γο. Πρω­τί­στως αφο­ρά το πρό­σω­πο που πα­ρή­γα­γε το έρ­γο. Κα­νείς, από την αρ­χαιό­τη­τα μέ­χρι τις μέ­ρες μας, άντρας ή γυ­ναί­κα, δεν πα­ρα­γνώ­ρι­σε το γε­γο­νός ότι η Σαπ­φώ, εκτός από ποι­ή­τρια, εί­ναι κυ­ρί­ως γυ­ναί­κα ποι­ή­τρια. Το πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι μο­να­δι­κό, μό­νον ελά­χι­στα απο­σπά­σμα­τα και σπα­ράγ­μα­τα άλ­λων αρ­χαί­ων ποι­η­τριών έχουν δια­σω­θεί, τα οποία δεν επαρ­κούν για να απο­κρυ­σταλ­λω­θεί μια σα­φής πρό­τα­ση ποι­η­τι­κής που να αφή­σει το απο­τύ­πω­μά της στη νε­ό­τε­ρη γραμ­μα­τεία. Οπό­τε, η ει­κό­να της Σαπ­φώς απο­τε­λεί σύμ­βο­λο για τον νε­ό­τε­ρο κό­σμο, ένα σύμ­βο­λο το οποίο εν­σω­μα­τώ­νει όλες τις εκ­φάν­σεις, ιστο­ρι­κές και εκ­μυ­θευ­τι­κές, που θα μπο­ρού­σε να λά­βει η γυ­ναι­κεία υπό­στα­ση ανά τους αιώ­νες: από την επι­με­λή λο­γία έως την ασύ­δο­τη πόρ­νη, από τη στορ­γι­κή μη­τέ­ρα έως την εξε­γερ­μέ­νη λε­σβία, από ορια­κό πρό­τυ­πο του υψη­λού έως την προ­δρο­μι­κή εκ­πρό­σω­πο του φε­μι­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Στο συ­νο­λι­κό φά­σμα της γραμ­μα­το­λο­γι­κής δια­χρο­νί­ας συ­νυ­πάρ­χουν, λοι­πόν, ιδέ­ες, προ­κα­τα­λή­ψεις, επι­θυ­μί­ες και φι­λο­δο­ξί­ες φι­λο­λό­γων και ποι­η­τών, εκ­δο­τών ή λο­γί­ων (ετε­ρο­φυ­λό­φι­λων ή ομο­φυ­λό­φι­λων) που προ­βάλ­λουν στα λυ­ρι­κά σπα­ράγ­μα­τα της αρ­χαί­ας ποι­ή­τριας τον τύ­πο της γυ­ναί­κας που θέ­λουν να τους εκ­προ­σω­πή­σει. Γι’ αυ­τό, όσο πιο συ­νε­πής στις επι­στη­μο­νι­κές του αρ­χές ή στα λο­γο­τε­χνι­κά του ορά­μα­τα πα­ρα­μέ­νει ο φι­λό­λο­γος ή ο ποι­η­τής, τό­σο πιο αυ­θε­ντι­κή θα εί­ναι η ανα­πα­ρά­στα­ση, φι­λο­λο­γι­κή ή ποι­η­τι­κή, της αρ­χαί­ας ποι­ή­τριας. Εντού­τοις, η σφρα­γί­δα αυ­θε­ντι­κό­τη­τας του φι­λο­λό­γου ή του ποι­η­τή δεν συ­νε­πά­γε­ται και την αυ­θε­ντι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση της ιστο­ρι­κής Σαπ­φώς: το ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο δε­σμεύ­ε­ται, για άλ­λη μια φο­ρά, από τις συμ­βά­σεις αλ­λά και τις ελευ­θε­ρί­ες του μύ­θου. Βέ­βαια, στο πε­δίο αυ­τό –το ανα­γνω­ρί­ζει κα­νείς αμέ­σως– ο ποι­η­τής παίρ­νει πά­ντα με­γα­λύ­τε­ρα δι­καιώ­μα­τα από τον φι­λό­λο­γο.
Για την ίδια τη Σαπ­φώ, ακό­μα και σή­με­ρα, δεν γνω­ρί­ζου­με πα­ρά ελά­χι­στα. Μπερ­δευό­μα­στε με το όνο­μα του πα­τέ­ρα της, προ­βλη­μα­τι­ζό­μα­στε για την ύπαρ­ξη κά­ποιου συ­ζύ­γου, αμ­φι­τα­λα­ντευό­μα­στε για τη σχέ­ση της με τις κο­πέ­λες του στε­νού κοι­νω­νι­κού της πε­ρι­βάλ­λο­ντος και για τον χα­ρα­κτή­ρα ακρι­βώς αυ­τής της σχέ­σης. Η υπερ­βο­λι­κή σε­ξουα­λι­κο­ποί­η­ση του θέ­μα­τος –απο­λύ­τως λο­γι­κή σε ένα βαθ­μό– άφη­σε στο σκο­τά­δι εκ­φάν­σεις του έρ­γου της, που κο­μί­ζουν μιαν αρ­ρα­γή ει­κό­να για την ποί­η­ση και τη ζωή της –και το αφιέ­ρω­μα στην αρ­χαία ποι­ή­τρια που φι­λο­ξε­νεί ο Χάρ­της, κα­θώς και άλ­λες σχε­τι­κές με­λέ­τες που έχουν κα­τά και­ρούς δη­μο­σιευ­τεί στο ίδιο πε­ριο­δι­κό, ανα­δει­κνύ­ουν κά­ποιες από αυ­τές τις λο­γο­τε­χνι­κές και βιο­γρα­φι­κές πτυ­χές: τα δη­μο­φι­λή στην αρ­χαιό­τη­τα επι­θα­λά­μια, τον αιχ­μη­ρό ψό­γο ενα­ντί­ον αντα­γω­νι­στριών, τις συ­νε­τές νου­θε­σί­ες στον άτα­κτο αδελ­φό της, τον πο­λυ­τε­λή τρό­πο δια­βί­ω­σης της αρι­στο­κρα­τι­κής τά­ξης, τις πο­λι­τι­κές δια­μά­χες στο νη­σί που προ­κα­λούν βί­αιες αλ­λα­γές στη ζωή της οι­κο­γέ­νειάς της, την αγα­πη­μέ­νη της κό­ρη –το χρυ­σά­φι όλου του κό­σμου. Αλ­λά προ­έ­χει δια­χρο­νι­κά η κω­δι­κο­ποί­η­ση του ερω­τι­κού απο­τυ­πώ­μα­τος. Για­τί αυ­τή εί­ναι γυ­ναί­κα.

Η φω­νή σβή­νει και η γλώσ­σα κομ­μα­τιά­ζε­ται, όπως ρη­τά ομο­λο­γεί η Σαπ­φώ στο απ. 31, προ­οι­κο­νο­μώ­ντας άθε­λά της την ορια­κή συν­θή­κη επι­βί­ω­σης του έρ­γου της στη νε­ό­τε­ρη επο­χή: εμ­βό­λι­μα πα­ρα­θέ­μα­τα σε κεί­με­να αρ­χαί­ων συγ­γρα­φέ­ων, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νοι πά­πυ­ροι από τις ανα­σκα­φές της Οξυρ­ρύγ­χου, φθαρ­μέ­νες περ­γα­μη­νές που αγο­ρά­στη­καν σε πα­ζά­ρια της Αι­γύ­πτου, κα­θώς και ένα πή­λι­νο όστρα­κο που μάλ­λον χρη­σί­μευε για το μά­θη­μα της ορ­θο­γρα­φί­ας απο­τε­λούν το υλι­κό με το οποίο συ­ντάσ­σο­νται Τα Ευ­ρι­σκό­με­να της Σαπ­φώς, ένα σύ­νο­λο δια­κο­σί­ων σχε­δόν απο­σπα­σμά­των, εκ των οποί­ων πε­ρί­που δε­κα­πέ­ντε δια­σώ­θη­καν λι­γό­τε­ρο ακρω­τη­ρια­σμέ­να, κο­μί­ζο­ντας επαρ­κή στοι­χεία για το πε­ριε­χό­με­νο του συν­θέ­μα­τος στο οποίο ανή­καν. Χω­ρίς την κα­τα­στα­τι­κή για την ερ­μη­νεία προ­ϋ­πό­θε­ση της ολο­κλη­ρω­μέ­νης εκ­δο­χής του έρ­γου της, που θα μας επέ­τρε­πε να ανα­χθού­με στη συ­γκρο­τη­μέ­νη άπο­ψη της ποι­ή­τριας για τον κό­σμο, η κα­τα­νό­η­ση του σαπ­φι­κού κο­σμοει­δώ­λου πα­ρα­μέ­νει ανα­πό­φευ­κτα επι­σφα­λής, αστα­θής και επί­μα­χη. Η ελ­λει­πτι­κή δο­μή του απο­σπά­σμα­τος τρο­φο­δο­τεί την ερ­μη­νευ­τι­κή της από­κρυ­ψης, της απώ­θη­σης, ακό­μα και της πα­ρα­χά­ρα­ξης στην πε­ρί­πτω­ση που σκο­πός εί­ναι η δια­σφά­λι­ση της ηθι­κής ακε­ραιό­τη­τας της Σαπ­φώς, ενώ, από την άλ­λη, εν­θαρ­ρύ­νει την ερ­μη­νευ­τι­κή του υπαι­νιγ­μού, της έκ­θε­σης, ακό­μα και της δια­πό­μπευ­σης για ένα έρ­γο το οποίο συ­ναρ­τά­ται με την ερω­τι­κή πτυ­χή του λε­σβια­σμού.

Υπό το πρί­σμα της ακέ­ραι­ης και αρ­ρα­γούς ολό­τη­τας, το από­σπα­σμα φα­νε­ρώ­νε­ται σα­θρό, διά­τρη­το και ελ­λι­πές. Για­τί το από­σπα­σμα εξαρ­τά­ται από την ολό­τη­τα, από την οποία έχει απο­κο­πεί βί­αια, και η φυ­σι­κή του λει­τουρ­γία απο­κα­θί­στα­ται όταν επα­νε­νω­θεί με αυ­τήν. Όμως, η με­ρι­κό­τη­τα δεν συ­νε­πά­γε­ται εξ ορι­σμού ότι το από­σπα­σμα εί­ναι υπο­δε­έ­στε­ρο της ολό­τη­τας. Συγ­χω­νεύ­ο­ντας τις ιδιό­τη­τες της ανε­πάρ­κειας, της ελ­λει­πτι­κό­τη­τας και της απροσ­διο­ρι­στί­ας, το θραύ­σμα, πα­ρ’ όλα αυ­τά, διεκ­δι­κεί μια δι­κή του ιδιαί­τε­ρη αυ­το­νο­μία, συ­νι­στά μια αυ­το­τε­λή νοη­μα­τι­κή μο­νά­δα, μια εν σπέρ­μα­τι ολό­τη­τα που βρί­θει από υπαι­νι­κτι­κή δύ­να­μη. Η κρυ­σταλ­λι­κή δο­μή του θραύ­σμα­τος και η αι­νιγ­μα­τι­κή πα­ρου­σία του χά­σμα­τος αφή­νουν τον ερ­μη­νευ­τι­κό ορί­ζο­ντα ανοι­χτό σε νέ­ες ανα­γνώ­σεις, οι οποί­ες –σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις– δεν θα μπο­ρού­σαν να φα­νε­ρω­θούν αν το έρ­γο μάς εί­χε πα­ρα­δο­θεί ακέ­ραιο (βλ. Σαπ­φώ, απ. 31.17, 94.23). Για­τί στο «τρο­με­ρό κρύ­σταλ­λο» (Γ. Σε­φέ­ρης, Δο­κι­μές, Α΄, Ίκα­ρος 1984, σ. 138.) ο νε­ό­τε­ρος κό­σμος ανα­γνω­ρί­ζει το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σύμ­βο­λο της σύν­δε­σής του με το ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν. Έτσι, το από­σπα­σμα εν­σαρ­κώ­νει τον με­ρι­κό, ελ­λειμ­μα­τι­κό και γι’ αυ­τό αδιά­πτω­το μη­χα­νι­σμό της μνή­μης που αδυ­να­τεί να ανα­συ­στή­σει με πλη­ρό­τη­τα το νό­η­μα του πα­ρελ­θό­ντος στην ολό­τη­τά του.
Στο επό­με­νο ποί­η­μα από τη Μα­ρία Νε­φέ­λη του Ελύ­τη, θα μπο­ρού­σα­με να φα­ντα­στού­με, από τη σκο­πιά μιας εύ­γλωτ­της χρο­νι­κής με­τά­θε­σης, την ίδια τη Σαπ­φώ να ανα­τρέ­χει στον όγκο της συσ­σω­ρευ­μέ­νης γνώ­σης για το έρ­γο της και να δη­λώ­νει ότι η αυ­θε­ντι­κό­τη­τα του αν­θρω­πί­νου ορά­μα­τος εί­ναι η άλ­λη όψη της απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τας της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης:

ΥΠΕΥ­ΘΥ­ΝΗ ΔΗ­ΛΩ­ΣΗ [ από­σπα­σμα ]

            Προ­σέ­ξε­τε πο­λύ την απο­σπασ-
                        
μα­τι­κό­τη­τα της κα­θη­με­ρι­νής μου ζω­ής
                        
και τη φαι­νο­με­νι­κή της ασυ­νέ­πεια.
                        
Πού απο­βλέ­πει
                        
και με τι σκο­πούς απώ­τε­ρους
                        
πά­ει ν’ ανα­πτυ­χθεί
                        
και ν’ απο­κτή­σει νό­η­μα βα­θύ­τε­ρο.
                        
Ζη­τά ν’ απο­θαρ­ρύ­νει τις έρευ­νες των επι­στη­μό­νων
                        
προς όφε­λος πι­στεύω της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας του αν­θρω­πί­νου
                        
ορά­μα­τος.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ



Η Σαπ­φώ στον «Χάρ­τη»
:
Πα­να­γιώ­της Αντω­νό­που­λος, «Χρή­σεις του χάρ­τη: ο ει­δυλ­λια­κός τό­πος από τη Σαπ­φώ στον Ελύ­τη»
Πα­να­γιώ­της Αντω­νό­που­λος, «Η Σαπ­φώ στον Charles Baudelaire (1857) και στον Αχιλ­λέα Πα­ρά­σχο (≈1880)», Α΄ μέ­ρος
Πα­να­γιώ­της Αντω­νό­που­λος, «Η Σαπ­φώ στον Charles Baudelaire (1857) και στον Αχιλ­λέα Πα­ρά­σχο (≈1880)», Β΄ μέ­ρος
Τά­κης Γραμ­μέ­νος: «Ξε­φυλ­λί­ζο­ντας πά­λι τη Σαπ­φώ του Ελύ­τη»
Τα­σού­λα Κα­ρα­γε­ωρ­γί­ου: «Ο έρω­τας και η μνή­μη»
Βάιος Λια­πής: «Σαπ­φώ, επτά ποι­ή­μα­τα»
Βάιος Λια­πής: «Το γλυ­κό­μη­λο ρο­δο­κοκ­κι­νί­ζει ακό­μα: Σαπ­φώ και Ζέλ­ντα»
Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου: «Το μή­λο της Σαπ­φώς»