[ Επιμέλεια αφιερώματος: Παντελής Μπουκάλας ]



Μιλώντας σήμερα για το δημοτικό τραγούδι

Έχουν περάσει περίπου εκατόν δέκα χρόνια αφότου ο Νικόλαος Πολίτης, προλογίζοντας τις Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914), υπογράμμιζε ότι «ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις». Αυτό δε σε αντιδιαστολή με τις παροιμίες, τους μύθους, τα παραμύθια και τα αινίγματα, «ων η μετάδοσις από λαού εις λαόν είναι ευχερής και συνήθης». Με αποτέλεσμα «τα παρεισδύσαντα πολυπληθή ξένα στοιχεία» να «καθιστούν δύσκολον την διάκρισιν του οθνείου από του ιθαγενούς».
Ο Νικόλαος Πολίτης υπήρξε ένας από τους κυριότερους υποστηρικτές της κατανόησης του δημοτικού τραγουδιού ως κατόπτρου, ως καθρέφτη που δωρίζει την πλήρη αλήθεια για το παρελθόν μας σε όποιον τον κοιτάζει προσεχτικά: «τα τραγούδια εγκατοπτρίζουν πιστώς και τελείως τον βίον και τα ήθη, τα συναισθήματα και την διανόησιν του ελληνικού λαού».

Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο καθρέφτης αυτός δεν μας παραδόθηκε άθικτος και απείραχτος. Ότι δηλαδή κατά την ανακατασκευή του ακολουθήθηκε συχνά, από εκδότες και ανθολόγους, και μελετητές ακόμα, το δόγμα που εισήγαγε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος το 1852, στα Άσματα δημοτικά της Ελλάδος: «Μεταξύ των δημοσιευομένων ασμάτων υπάρχουσι πολλά πρωτοφανή, και έτερα συμπεπληρωμένα, τα οποία κρίνομεν εύλογον να μη διακρίνωμεν. Όταν κτήμα λαού επιστρέφει προς λαόν, εκδότου φιλαυτία δεν παρεμβάλλεται». Με άλλα λόγια, ο καθρέφτης ανακατασκευάστηκε βάσει σκοπιμοτήτων· και ανακατασκευάστηκε εθνοπρεπέστερος, ηρωικότερος, «λαϊκότερος», γλωσσικά καθαρότερος. Μονολεκτικά, κανονικότερος. Ή μάλλον, κανονικός. Κατά συνέπεια, τα είδωλα πάνω του δεν λένε πάντα την αλήθεια και μόνη την αλήθεια. Σε αρκετές περιπτώσεις, τραγουδιών ή και συλλογών ολόκληρων, λένε απλώς την αλήθεια που θα προτιμούσαμε ν’ ακούσουμε.
Οπωσδήποτε, τα τραγούδια του ανώνυμου, συλλογικού δημιουργού παραμένουν πολύτιμα και για τον σημερινό αναγνώστη-ακροατή τους. Και μακάρι να είναι και αναγνώστης τους και ακροατής τους, γιατί κάθε τραγούδι είναι και λόγος και μέλος. Επίσης μακάρι να προσπαθεί ο ενδιαφερόμενος να φτάσει έως τον πλούσιο κόσμο τους από πολλές και ποικίλες διαδρομές, χωρίς να προσκυνάει τοτέμ και να δεσμεύεται από ταμπού. Αν ακολουθήσει μονάχα τις «ασφαλείς» διαδρομές, όσες υποτίθεται ότι χάραξαν οι ελάχιστες συλλογές που θεωρούνται καθιερωμένες, παρότι τα προβλήματά τους εντοπίστηκαν και επικρίθηκαν πολύ νωρίς, θα αποκομίσει μιαν εικόνα φτωχή, μερική αλλά και σκιασμένη από τον φόβο της νόθευσης ή του «εμπλουτισμού».
Από το «μακάρι» στο «κρίμα»: Κρίμα που δεν έχει απαρτιστεί ακόμα (και πιθανότατα δεν θα απαρτιστεί ποτέ) το κόρπους των δημοτικών τραγουδιών, που θα διευκόλυνε σε πολλά τη μελέτη τους· ας πούμε, θα μας επέτρεπε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα για τον πραγματικό αριθμό των τραγουδιών, έστω κατά προσέγγιση. Ώστε να πάψουμε να αριθμούμε σαν ξεχωριστά τραγούδια όλες μα όλες τις παραλλαγές (δεκάδες για αρκετά τραγούδια), για ν’ αβγατίσουμε εθνικώς υπερήφανοι τον ήδη μεγάλο αριθμό τους. Η αρχαιοελληνοκαπηλία σπρώχνει προς τα πίσω, κατά αιώνες ή και χιλιετίες, και με τη βία της αντιεπιστημοσύνης της, την ιστορία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού γενικώς. Η νεοελληνοκαπηλία πειράζει και τους αριθμούς και τα γράμματα, τα κείμενα δηλαδή, για να εξαναγκάσει τα πράγματα να ταυτιστούν με τις φαντασιώσεις της.
Κρίμα δεύτερο που κάμποσες παλαιές συλλογές ή ανθολογίες επανεκδίδονται χωρίς τον παραμικρό σύγχρονο σχολιασμό, αναπαράγοντας με φωτομηχανική αμεριμνησία τα κάθε είδους λάθη τους και αδιαφορώντας για την κριτική που τους ασκήθηκε έγκαιρα και αυστηρά. Στην ουσία, η αγοραία ευκολία διαγράφει την ιστορία της φιλολογίας και της λαογραφίας, από πνευματική νωχέλεια ή, και πάλι, βάσει σκοπιμοτήτων. Κάπως έτσι, τραγούδια καταφανώς νόθα, του γραφείου, κατασκευασμένα, εξακολουθούν να αναδημοσιεύονται (και να διδάσκονται) σαν γνήσια. Κυρίως επειδή λένε όσα ηρωικά και «καθαρά», εθνοπρεπή, θα θέλαμε να λένε.

Μολαταύτα, τα δημοτικά τραγούδια, όσα έχουν εξακριβωμένη τη γνησιότητά τους, είναι μάρτυρες. Και μάλιστα μάρτυρες που δεν σχεδίασαν να μαρτυρήσουν, δεν πλάστηκαν με τον σκοπό να μιλήσουν και στους κατοπινούς. Εν αντιθέσει με την προσωπική ποίηση, που απευθύνεται εξίσου στο συγκαιρινό της κοινό και στο μελλοντικό, η δημοτική δημιουργείται για το εκάστοτε παρόν της, όπως το ορίζει η ιστορία αλλά και η γεωγραφία. Συνιστούν, λοιπόν, τα δημοτικά τραγούδια μαρτυρίες για τη γλώσσα των προπάππων και των προγιαγιάδων μας, για τη λαλιά τους, διακλαδισμένη σε ιδιώματα και διαλέκτους· για την ποίησή τους, ο ρυθμός παραγωγής της οποίας και η ποιότητά της επίσης εξέπλητταν τους Ευρωπαίους περιηγητές των περασμένων αιώνων· για την καθαυτό Ιστορία, τη μεγάλη, και για τα μικρά ή μεγάλα συμβάντα που τη συναποτέλεσαν· για το θρησκευτικό φρόνημα των παλαιότερων, για το πώς βίωναν τη σχέση τους με τα θεία και με τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, και για τα στοιχεία «παγανισμού» που άντεξαν στο καθεστώς του ηγεμονικού χριστιανισμού. Και μάλιστα σε πείσμα των προσωπικοτήτων εκείνων της Εκκλησίας που αναθεμάτιζαν τα μεν λαϊκά όργανα σαν «όργανα του Σατανά», τα δε τραγούδια σαν «πορνικά». Μαρτυρούν τέλος για τις αντιλήψεις των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας για τους περίοικους και σύνοικους λαούς, για τα εμπόδια στις ερωτικές σχέσεις μεταξύ αλλοεθνών και αλλοθρήσκων, και για τη λύση που έδινε κάθε περιοχή ή εποχή στο επαναλαμβανόμενο δράμα: τα τραγούδια και εδώ, ιστορούν ό,τι συνέβη, όχι ό,τι θα θέλαμε και «θα έπρεπε» να είχε συμβεί. Και γι’ αυτό συνήθως είναι πιο ανοιχτόκαρδα και ανοιχτόμυαλα από την προσωπική λογοτεχνία του 19ου αιώνα που καταπιάστηκε με ζητήματα αυτού του είδους.
Στα χρόνια που πέρασαν έκτοτε, ο πολιτισμός της προφορικότητας υποχώρησε ακόμα περισσότερο έναντι του πολιτισμού της γραφής. Επιπλέον, έχουν σχεδόν εξαλειφθεί οι αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες, τα νυχτέρια των οποίων λειτουργούσαν σαν ποιητικό εργαστήριο, σαν κοινωνικός μικροχώρος σύνθεσης και διαρκούς επεξεργασίας τραγουδιών.
Παρ’ όλα αυτά, και παρά την κατασκευή δημοτικοφανών κάθε είδους (ηπειρωτικοφανή, νησιωτικοφανή, ποντιακοφανή κλπ.), το δημοτικό τραγούδι εξακολουθεί να συγκινεί. Είτε με τις τρεις υποστάσεις του (λόγος - μέλος - χορός) σε συλλειτουργία, όπως συμβαίνει σε αρκετά πανηγύρια ανά την Ελλάδα που κρατούν αλώβητο τον χαρακτήρα τους, είτε μόνο με την υπόσταση του λόγου. Και μάλιστα του καταγεγραμμένου πλέον λόγου.
Έλληνες και ξένοι μελετητές συνεχίζουν να ερευνούν το δημοτικό, ως μαρτυρία ιστορική, γλωσσική και ηθολογική, αλλά και ως ποιητικό γεγονός. Από τα μουσικά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αποφοιτήσει αρκετές γενιές μαθητών και μαθητριών που είναι πολύ καλοί γνώστες και ευαίσθητοι χειριστές των λαϊκών οργάνων, ενώ η λαϊκή μουσική διδάσκεται πια και σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, και παραμυθητικό, το γεγονός ότι πληθαίνουν εντυπωσιακά τα μουσικά συγκροτήματα νέων ανθρώπων που αφιερώνονται με γνώση και μεράκι στον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού και τον αναδεικνύουν με υψηλή ποιότητα και σεβασμό.

Θα έλεγα τη μισή αλήθεια αν ισχυριζόμουν πως ένιωσα «έτοιμος από καιρό», όταν ο Δημήτρης Καλοκύρης μού πρότεινε να δημοσιευτεί στον φιλόξενο ηλεκτρονικό Χάρτη ένα αφιέρωμα στο δημοτικό τραγούδι. Η άλλη μισή; Όσες φορές μού είχε περάσει από το μυαλό μια ανάλογη ιδέα ή επιθυμία, έσπευδε να τη σβήσει πριν καν λάβει σχήμα ένας διπλός φόβος: τι να πρωτοπείς, ένα το κρατούμενο· ο φόβος του χρόνου το δεύτερο, του χρόνου που πάντοτε μας λείπει, πάντοτε υπολείπεται των ποικίλων αναγκών μας.
Νιώθω λοιπόν βαθιά υποχρεωμένος απέναντι σε όσες και όσους δαπάνησαν ένα γερό τμήμα του χρόνου τους για να συμπράξουν στο παρόν αφιέρωμα, αναπτύσσοντας το θέμα της επιλογής τους και στην έκταση που οι ίδιες/ίδιοι έκριναν ικανή και αναγκαία. Υποχρεωμένος νιώθω επίσης απέναντι σε όσες/όσους δεν μπόρεσαν τελικά να υλοποιήσουν τη δηλωμένη επιθυμία τους να συμμετάσχουν. Τους ευχαριστώ όλους και όλες ολόψυχα και από εδώ.
Όσο για το «τι να πρωτοπείς», ψευδοπρόβλημα. Ο καθείς και ο λόγος του. Να θιγούν όλες οι πτυχές ενός τέτοιου θέματος είναι αδύνατο. Θέλω πάντως να πιστεύω ότι με το σύνολο των συμβολών ικανοποιήθηκε η  επιθυμία μιας διπλής συνομιλίας. Να συνομιλήσουν οι διάφορες γενιές όσων έχουν ασχοληθεί και συνεχίζουν να ασχολούνται με το ανώνυμο λαϊκό τραγούδι. Αλλά να συνομιλήσουν και όσοι/όσες φτάνουν έως αυτό κυρίως διά της οράσεως, διαβάζοντάς το και μελετώντας το τυπωμένο στις υπάρχουσες συλλογές και ανθολογίες ή αποθησαυρισμένο σε αρχεία, με όσες/όσους ακολουθούν συστηματικά και αδιαλείπτως και την οδό της ακοής, υπηρετώντας το δημοτικό ως ερμηνευτές ή οργανοπαίκτες.
Το σύνολο των συμβολών ας εννοηθεί σαν ένα στεφάνι λέξεων στη μνήμη δύο ανθρώπων που μας πλούτισαν με τα γραπτά τους για το δημοτικό τραγούδι και μας φτώχυναν με τον θάνατό τους τη χρονιά που λήγει: του Γρηγόρη Σηφάκη (1935-2023) και του Μάρκου Δραγούμη (1934-2023).

Παντελής Μπουκάλας


_________

Το αφιέρωμα συνοδεύεται από πλούσιο ηχητικό και εικονογραφικό υλικό από το φωτογραφικό αρχείο του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, του Αλέξιου Μάινα και τις συλλογές τού Γ.Μ. Μονεμβασίτη, της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, των εκδ. Ολκός, Εξάντας κ.ά.

Σχετικό θεματικά και το δοκίμιο του Γιώργου Τράπαλη «Θα χορέψεις γέρο, βρε γέροντα…», Χάρτης #25, Ιαν. 2021



Με την αιγίδα και την υποστήριξη:



Θράκη, 1937. (Aρχείo EΛIA/MIET)