Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

TEΣ­ΣΕ­ΡA XΡONIA XAΡTHΣ

2 0 2 3

Ευ­χα­ρι­στού­με τους συ­νερ­γά­τες, τους ανα­γνώ­στες, τους χο­ρη­γούς, τον εκ­δο­τι­κό κό­σμο και ευ­χό­μα­στε

________

Κ Α Λ Υ Τ Ε Ρ Η    Χ Ρ Ο Ν Ι Α
________

Τέσ­σε­ρα χρό­νια «Χάρ­της»

49 μη­νιαία τεύ­χη • 1600 συ­νερ­γά­τες

38 Αφιε­ρώ­μα­τα

Νά­σος Θε­ο­φί­λου, Νί­κος Χου­λια­ράς, Μά­νος Ελευ­θε­ρί­ου, Μί­μης Σου­λιώ­της, Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες, Άδω­νις, Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης, Γιώρ­γος Πά­τσας, Τά­σος Δε­νέ­γρης, Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, Ίτα­λο Καλ­βί­νο, Βα­σί­λης Φω­τιά­δης, Γιάν­νης Κο­ντός, Νί­κος Κα­ρού­ζος, Ελέ­νη Βα­κα­λό, Κύ­προς, Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Ηλί­ας Λά­γιος, Σά­μιου­ελ Μπέ­κετ, Γιώρ­γος Χει­μω­νάς, Μίλ­τος Σα­χτού­ρης, Το ζω­ντα­νό 1821, [1821: θέ­α­τρο & κι­νη­μα­το­γρά­φος], Γιάν­νης Πά­νου, Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Ένας χάρ­της της Κί­νας, Νί­κος Γκά­τσος, Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, Τζον Άσμπε­ρι, Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, Τζέιμς Τζόις, Αρ­γύ­ρης Χιό­νης, Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, OuLiPo, Δη­μή­τρης Τ. Άνα­λις, Χί­λια εν­νια­κό­σια εί­κο­σι δύο/2022

Σ Ε Λ Ι Δ Ε Σ:

( 13 ει­δι­κά αφιε­ρώ­μα­τα )

Λε­ο­νό­ρα Κά­ρινγ­κτον, Μύ­λοι Αλ­λα­τί­νη, Λουίς Σε­πούλ­βε­δα, Λευ­τέ­ρης Ξαν­θό­που­λος, Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος, Χουάν Ρο­δόλ­φο Ουίλ­κοκ, Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης, Αλε­σά­ντρο Μπα­ρί­κο, Μα­ρια­νί­να Κριε­ζή, Σα­ντέκ Χε­ντα­γιάτ, Λύ­ντια Ντέι­βις, Χά­ρης Κα­μπου­ρί­δης, Μαί­ρη Όλι­βερ

www.​har​tism​ag.​gr

του Άγ­γε­λου Πε­φά­νη


Για το νέο έτος

Ο Μάρ­τιος, που έχει το όνο­μα του θε­ού του πο­λέ­μου Άρη, ήταν ο πρώ­τος μά­χι­μος μή­νας στο πα­λιό ρω­μαϊ­κό ημε­ρο­λό­γιο, ενώ συ­νή­θως Φε­βρουά­ριο συ­μπί­πτει να ξε­κι­νά το κι­νέ­ζι­κο έτος. Για εμάς η αρ­χή του χρό­νου ανά­γε­ται στον Ια­νουά­ριο ή Αιω­νιά­ριο, μή­να όταν ζευ­γα­ρώ­νουν οι γά­τες, που φέ­ρει το όνο­μα του δι­πρό­σω­που θε­ού των ενάρ­ξε­ων Ια­νού.

Κά­θε έναρ­ξη έχει δύο πρό­σω­πα: την απελ­πι­σία της συ­νέ­χειας και την ελ­πί­δα μιας νέ­ας αρ­χής. «Η ελ­πί­δα εί­ναι αυ­τό με τα φτε­ρά / Που κουρ­νιά­ζει στην ψυ­χή, / Και τρα­γου­δά τη με­λω­δία χω­ρίς τις λέ­ξεις, / Και πο­τέ κα­θό­λου δεν στα­μα­τά». Εί­ναι «το μι­κρό που­λί / Που τό­σους κρά­τη­σε ζε­στούς», ενώ «πο­τέ, στην πιο ακραία στιγ­μή, / Δεν μου ζή­τη­σε ένα ψί­χου­λο», λέ­ει η Έμι­λυ Ντί­κιν­σον. *

Στην ελ­πί­δα κρύ­βε­ται ένα λέ­πι, που ξε­φλου­δί­ζει το σκο­τει­νό ψά­ρι του χει­μώ­να, φτε­ρου­γί­ζο­ντας προς την άνοι­ξη. Θα ανοί­ξου­με τα μά­τια μας, αν ανοί­ξει ο και­ρός; Ασφα­λώς ό,τι αρ­χί­ζει τε­λειώ­νει. Η ζωή ιδί­ως. Το γε­γο­νός του τέ­λους όμως δη­μιουρ­γεί και την ανά­γκη της αρ­χής.

Κά­θε μέ­ρα μπο­ρεί να αρ­χί­ζει μια και­νούρ­για χρο­νιά. Επει­δή όμως χά­νου­με τον λο­γα­ρια­σμό, επι­λέ­γου­με μία ημέ­ρα όταν όλα αρ­χί­ζουν πά­λι. Πρό­κει­ται για συλ­λο­γι­κές επι­λο­γές, αφού άλ­λω­στε άλ­λοι δια­λέ­γουν για εμάς ημέ­ρα γέν­νη­σης και όνο­μα, εφό­σον αρ­γό­τε­ρα δεν το αλ­λά­ξου­με.

Ένας χρό­νος απο­τε­λεί το ένα έκτο της ζω­ής ενός παι­διού έξι ετών. Ένας χρό­νος απο­τε­λεί το ένα εξη­κο­στό της ζω­ής ενός ατό­μου εξή­ντα ετών. Πώς περ­νά ο και­ρός; Γρή­γο­ρα φεύ­γουν οι εβδο­μά­δες και τα χρό­νια. Αρ­γά κυ­λούν οι ώρες.

Στο μυα­λό μας με τον τρο­χό του χρό­νου ένας αγ­γειο­πλά­στης πλά­θει σχή­μα­τα από την ασχη­μία των και­ρών. Υπάρ­χει κά­τι το άγιο στο κου­ρά­γιο. Οι λέ­ξεις δη­μιουρ­γούν έξεις. Στο μά­τι φω­λιά­ζει ένα άτι. Και έρως εί­ναι ο και­ρός.

Πρό­κει­ται για «ευ­χές» που ζή­τη­σε ο Στέ­λιος Λου­κάς για την εκ­πο­μπή του, την αρ­χαιό­τε­ρη για το βι­βλίο, στη Δη­μο­τι­κή Τη­λε­ό­ρα­ση Θεσ­σα­λο­νί­κη

_____________
* 15 Μα­ΐ­ου: Έμι­λυ Ντί­κιν­σον / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Σχε­τι­κά με την κα­τάρ­γη­ση του νέ­ου έτους / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
Χω­ρίς εί­κο­σι δύο: υστε­ρό­γρα­φο για χρό­νια που έχουν κα­ταρ­γη­θεί / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)

Kαλ­λα­ντάλ­λων / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
21+ επέ­τειοι / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
Ιός & παν­δη­μία της λο­γο­τε­χνί­ας / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
Αppαι­σιο­δο­ξία / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)

Η με­τα­νά­στευ­ση ενός αρ­γο­πο­ρη­μέ­νου θη­ρί­ου


Το βα­σί­λειό μου εκα­τα­κτή­θη από τους σκιά­ζο­ντες τη θά­λασ­σα, από τους βια­στές της μη­τρός μου και τους βα­σα­νι­στές του πα­τρός μου, ορ­φα­νό μου βα­σί­λειο, στα οι­κο­τρο­φεία και στα συσ­σί­τια ένα κρε­βά­τι ακάν­θι­νο και μια με­ρί­δα φα­γη­τού ταγ­γι­σμέ­νου εί­ναι δι­κά σου, αυ­τή η κλη­ρο­νο­μία και η προί­κα σου και τα δι­καιώ­μα­τα σου για να μην πε­θά­νεις αβο­ή­θη­τος.

Πό­σο απαί­σια μό­νος εί­μαι, πό­σο τε­μπέ­λης εί­μαι στην κο­ρυ­φή των ορέ­ων του βα­σι­λεί­ου μου.

Πυ­κνω­τές λά­βε­τε θέ­ση, πυρ, αυ­τό ανα­ζη­τού­σα, ένα που­λά­κι χτυ­πη­μέ­νο στο δό­ξα πα­τρί, αυ­τό θα εί­ναι ο οδη­γός μου για τη νέα με­τα­νά­στευ­ση, αυ­τό θα με κου­βα­λή­σει στα φτε­ρά του, αυ­τό θα δεί­ξει τον δρό­μο στους τρεις μά­γους, όταν αστέ­ρι γί­νει, πε­τώ­ντας από την ού­για της μέ­ρας προς της νύ­χτας τις ρα­φές.

Ορε­ξο­λο­γία



Τρώ­γο­ντας έρ­χε­ται το ρό­λεξ, εκ­μυ­στη­ρεύ­ο­νται για την όρε­ξη οι φο­ρο­φυ­γά­δες. Δια χει­ρός και σι­δή­ρου το ρο­λόι ανα­δύ­ε­ται όπως ένα μαρ­γα­ρι­τά­ρι, κα­θώς σχη­μα­τί­ζε­ται σε επα­φή με τον καρ­πό του φυ­τού που λέ­γε­ται άν­θρω­πος. Ακρί­βεια στη μέ­τρη­ση και στην τι­μή πά­νε πα­κέ­το στην εν λό­γω πε­ρί­πτω­ση. Έτσι εύ­κο­λα δη­μιουρ­γεί­ται δευ­τε­ρο­γε­νής αγο­ρά με­τα­πω­λή­σε­ων σε ανα­ζή­τη­ση του χα­μέ­νου χρό­νου. Η συ­σκευα­σία σε ρο­λό των ανα­μνή­σε­ων εί­ναι ο ρό­λος του ρο­λο­γά.
Ας τρο­λά­ρουν όσο θέ­λουν όσοι ωρο­αρ­νη­τές, που για χο­ρη­γούς πά­ντο­τε έχουν χρό­νο, δεν φο­ρούν ρο­λόι. Αντί για προ­φυ­λά­κι­ση, η αγο­ρά προ­σφέ­ρει βρα­χιο­λά­κι ως απα­ραί­τη­το κό­σμη­μα στο χέ­ρι, που φο­ριέ­ται όμως και στο πό­δι ή σε άλ­λα ανα­το­μι­κά ση­μεία. Πα­ρέ­χε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κά με­γέ­θη και χρώ­μα­τα, ανα­λό­γως προ­σω­πι­κών προ­τι­μή­σε­ων, ενώ προ­σφέ­ρε­ται με ρου­μπί­νια ή άλ­λους πο­λύ­τι­μους λί­θους και ευ­χέ­ρεια πλη­ρω­μής μέ­σω κρυ­πτο­νο­μι­σμά­των. Σε πε­ρί­πτω­ση κα­τα­δί­κης προ­βλέ­πο­νται χει­ρουρ­γι­κές επεμ­βά­σεις, που επι­τρέ­πουν συν-φυ­λά­κι­ση με κα­τα­δι­κα­σμέ­νο αγα­πη­τό πρό­σω­πο, ενώ για συ­νη­γό­ρους ορ­γα­νώ­νο­νται επι­σκέ­ψεις σε ιδρύ­μα­τα, με σκο­πό την επι­λο­γή του κα­λύ­τε­ρου χώ­ρου για τους πε­λά­τες τους, κα­θώς οι φυ­λα­κές απο­τε­λούν σω­φρο­νι­στι­κά κα­τα­στή­μα­τα και τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο θε­ρα­πευ­τι­κό από τα ψώ­νια.
Γε­γο­νός πα­ρα­μέ­νει ότι ανα­ζη­τεί­ται δεύ­τε­ρη μο­το­συ­κλέ­τα δια­φυ­γής, αν όχι δρε­πά­νι, κα­θώς βρέ­θη­κε μό­νο σφυ­ρί, με το οποίο οι λη­στές έσπα­σαν τις προ­θή­κες ωρο­λο­γο­πω­λεί­ου και απέ­σπα­σαν 23 ακρι­βά ρο­λό­για, που θα λα­μπυ­ρί­ζουν στα χέ­ρια με τα οποία συλ­λέ­κτες ανταλ­λάσ­σουν χει­ρα­ψί­ες με κλε­πτα­πο­δό­χους. Να μου κο­πεί το χέ­ρι, λέ­νε όσοι δεν πρό­λα­βαν να μπουν στο ένο­πλο κόλ­πο. Χρό­νου φεί­δου, πα­ρα­τη­ρούν οι οφιο­λά­τρες.
Η λη­στεία προ­κα­λεί με­γά­λη ανα­στά­τω­ση με­τα­ξύ όσων υπο­λό­γι­ζαν του χρό­νου να βγουν όλα με­τρη­μέ­να. Πώς εξι­σορ­ρο­πεί­ται η απου­σία αυ­τών των χρο­νο­με­τρη­τών; Λύ­σεις όμως υπάρ­χουν. Αρ­κεί να υπάρ­χει βού­λη­ση. Πο­λι­τι­κή ή πο­λί­τι­κη ή άλ­λης μορ­φής κο­σμο­πο­λι­τι­σμού.
Για να δου­λεύ­ουν όλα ρο­λόι, η πλέ­ον εύ­χρο­νη λύ­ση εί­ναι τα ρο­λό­για Αθη­νών και πε­ρι­χώ­ρων, που επ’ άπει­ρον εκτεί­νο­νται, να επι­βρα­δυν­θούν κα­τά 23 δευ­τε­ρό­λε­πτα. Ασφα­λώς οι δυ­νά­μεις ανα­στο­λής θα συ­νε­χί­σουν να διώ­κουν τους λη­στές του χρό­νου, που πα­ρέ­μει­ναν αγνώ­ρι­στοι κά­τω και μέ­σα από κρά­νη, κα­πε­λά­κια και χει­ρουρ­γι­κές μά­σκες.
Πρό­κει­ται για μέ­τρο που πρέ­πει να υιο­θε­τη­θεί γρή­γο­ρα, πριν η απώ­λεια και δια­φο­ρά της ώρας από τα ρο­λό­για που εκλά­πη­σαν επη­ρε­ά­σει ξυ­πνη­τή­ρια, ωρο­λό­για σε τοί­χους, ρά­φια, κο­μο­δί­να ή κω­δω­νο­στά­σια, ρο­λό­για χει­ρός, τσέ­πης και λαι­μού, ρο­λό­για πα­ρο­χής και εν γέ­νει με­τρη­τές χρο­νι­κών ανυ­σμά­των ή ανί­ας.
Δια­φο­ρε­τι­κά υπάρ­χει κίν­δυ­νος κα­νείς να μην εί­ναι στην ώρα του, όλοι να κα­θυ­στε­ρούν ή να φτά­νουν νω­ρί­τε­ρα, κα­νέ­να δρο­μο­λό­γιο να μην τη­ρεί­ται, συ­ντα­γές μα­γει­ρι­κής να μη μπο­ρούν να εκτε­λε­στούν, εκτε­λέ­σεις να ανα­βάλ­λο­νται, απο­θή­κες να μη γε­μί­ζουν, ερα­στές να κα­τα­λή­γουν σε ρα­ντε­βού με λά­θος άτο­μα και ασυγ­χρό­νι­στοι κο­μά­ντος να διε­νερ­γούν άστο­χες επι­θέ­σεις, όταν πια ο πό­λε­μος έχει τε­λειώ­σει.
Το κρά­τος έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να διευ­κο­λύ­νει δά­νεια χρό­νου, πα­ρα­τεί­νο­ντας όχι μό­νον πριν, αλ­λά και με­τά από εκλο­γές, πά­σης φύ­σε­ως άδειες, ασκή­σε­ως επαγ­γέλ­μα­τος, ερ­γα­σί­ας, ανερ­γί­ας, πο­λε­ο­δο­μι­κές ή στρου­κτου­ρα­λι­στι­κές, πα­ρέ­χο­ντας ει­δι­κές ψη­φια­κές κα­θυ­στε­ρή­σεις μέ­σω δια­κο­πών ρεύ­μα­τος, αξιο­ποιώ­ντας ως συμ­βού­λους άτο­μα οκνη­ρά, επι­στρα­τεύ­ο­ντας το­κο­ω­ρο­γλύ­φους και νο­νούς της ημέ­ρας και πρι­μο­δο­τώ­ντας ει­σπρά­ξεις του­ρι­στι­κού συ­ναλ­λάγ­μα­τος από ιθα­γε­νείς που θα δα­πα­νη­θούν στο εξω­τε­ρι­κό.
Ου­δείς πρέ­πει να ορ­ρω­δεί αν μια ελά­χι­στη επι­βρά­δυν­ση χρό­νου προ­κα­λεί ανα­θέρ­μαν­ση του κι­νή­μα­τος των πα­λαιο­ω­ρο­λο­γι­τών, που πα­ρα­πέ­μπουν στην κα­κή ώρα. Τα Χρι­στού­γεν­να μπο­ρούν να εορ­τά­ζο­νται 23 δευ­τε­ρό­λε­πτα αρ­γό­τε­ρα στις 7 Ια­νουα­ρί­ου, ενώ από τους Αρ­με­νί­ους στις 19 Ια­νουα­ρί­ου. Ας μη συ­ναι­νεί κα­νείς με όσους ή όσες μοι­ρο­λο­γούν «Μου έκλε­ψε τα χρό­νια μου» ή «Στη δου­λειά τα έδω­σα όλα, πού χρό­νος για φάτ­νες και ξε­φα­ντώ­μα­τα;».
Κα­νείς ας μην ξε­χνά ότι λύ­σεις πά­ντο­τε υπάρ­χουν. Προ­βλή­μα­τα ψά­χνου­με.

Το μπου­κα­λά­κι στη βι­τρί­να



Το το­πο­θέ­τη­σα σ’ ένα όμορ­φο έπι­πλο, στο σα­λό­νι. Μια βι­τρί­να, από αυ­τές που συ­νή­θως φι­λο­ξε­νούν κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια και πορ­σε­λά­νι­να δια­κο­σμη­τι­κά και, στη δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση, αγα­πη­μέ­να βι­βλία. Το από­θε­σα στο με­σαίο ρά­φι, στη γω­νία, να κρύ­βε­ται πί­σω απ’ το ξύ­λι­νο πλαί­σιο της τζα­μέ­νιας πόρ­τας. Να ξέ­ρω μό­νον εγώ πως εί­ναι εκεί. Αλ­λά σά­μπως, και να το δει κα­νείς, θα κα­τα­λά­βει τι εί­ναι; Μοιά­ζει με αμπού­λα για φάρ­μα­κο σε ενέ­σι­μη μορ­φή. Ήταν κιό­λας, υπο­θέ­τω. Γε­μά­το με νε­ρό, υγρό διαυ­γές εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, και μέ­σα του υπό­λευ­κο, σχή­μα­τος ακα­νό­νι­στου και μάλ­λον ακαν­θώ­δες, ό,τι από­μει­νε δι­κό μου από το σώ­μα που αγά­πη­σα: ένας μη­νί­σκος, από γό­να­το αρι­στε­ρού πο­διού.

Ο πο­λύς ο Ρο­δου­σά­κης

Έφυ­γε προ­χτές ο Αν­δρέ­ας Ρο­δου­σά­κης. Για εμάς που τον ζή­σα­με σε ωραί­ες του στιγ­μές, ήταν ο πο­λύς ο Ρο­δου­σά­κης, που όταν τί­να­ζε τη χορ­δή του μπά­σου του στη δε­ξιά πλευ­ρά της σκη­νής, όλη η ορ­χή­στρα τρα­ντά­ζο­νταν απ’ τι δο­νή­σεις της τε­κτο­νι­κής του πα­ρου­σί­ας, και που όταν έπαι­ζε δί­πλα μας, δεν χρεια­ζό­μα­σταν τί­πο­τα άλ­λο απ’ το να αφε­θού­με στη δι­κή του στι­βα­ρή αύ­ρα που ζω­ντά­νευε και την πλέ­ον ασή­μα­ντη μου­σι­κή λε­πτο­μέ­ρεια. Αν έπαι­ζε με τον Χα­τζι­δά­κι, ο διά­λο­γος ήταν διά­λο­γος ει­λι­κρι­νών αν­δρών, κι ακό­μα κι όταν μά­λω­νε με τον Χα­τζι­δά­κι, ένα πα­ρη­γο­ρη­τι­κό χα­λί εμπι­στο­σύ­νης φα­νε­ρω­νό­ταν κά­τω από τα πό­δια τους και τους έκα­νε αδια­πέ­ρα­στους στο κα­κό μά­τι της μι­κρο­ψυ­χί­ας. Τε­λι­κά, ο Χα­τζι­δά­κις, σο­φός άν­θρω­πος, προ­τι­μού­σε την έχθρα ενός τα­λα­ντού­χου απ’ τη φι­λία ενός ατά­λα­ντου. Και με τον Ρο­δου­σά­κη τα εί­χε όλα στον υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό, αγά­πη και πό­λε­μο, μέ­σα στο ίδιο ακα­τα­νί­κη­το πά­θος. Η μου­σι­κή αγάλ­λο­νταν δί­πλα σε τέ­τοια σθέ­νη.
Για εμάς τους πέ­ντε που ζή­σα­με την τε­λευ­ταία του γό­νι­μη πα­ρου­σία στις πρό­σφα­τες πρό­βες των Δε­κα­πέ­ντε Εσπε­ρι­νών —και εκεί­νη την εξαι­ρε­τι­κή στιγ­μή που ο ίδιος και η Αλί­κη Κρί­θα­ρη, οι δύο επι­ζώ­ντες της πρώ­της εκτέ­λε­σης, του 1964, ση­κώ­θη­καν μα­ζί μας στη σκη­νή και κα­τα­χει­ρο­κρο­τή­θη­καν απ’ το κοι­νό της Λυ­ρι­κής, με­τά την ιστο­ρι­κή επα­νε­κτέ­λε­ση του έρ­γου, το 2018—, για εμάς τους πέ­ντε που ζή­σα­με την αγκα­λιά και την ευ­γέ­νεια της πα­ρου­σί­ας του, ο χρό­νος τε­ντώ­θη­κε μέ­σα σε λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα και έχτι­σε μπρο­στά στα μά­τια μας το υπο­βλη­τι­κό αέ­τω­μα μιας διαρ­κούς, σχε­δόν δια­τρη­τι­κής προς την ψυ­χή μας, πα­ρου­σί­ας, που συ­νέ­δεε τις δε­κα­ε­τί­ες και τις νοη­μα­το­δο­τού­σε μες στον βη­μα­τι­σμό μιας αλη­θούς συγ­γέ­νειας. Δεν ξέ­ρω πώς αλ­λιώς να πω το ότι ο Ρο­δου­σά­κης υπήρ­ξε συγ­γε­νής πριν ακό­μα τον γνω­ρί­σου­με, “Πριν απ’ τα μά­τια μας, φως”, με έναν άλ­λον, αρ­σε­νι­κά λυ­ρι­κό, τρό­πο. Γυρ­νώ­ντας τα μέ­σα έξω τη φό­δρα αυ­τής της λα­μπε­ρής σκέ­ψης, εφό­σον το στι­βα­ρό του πά­τη­μα εί­χε κα­τα­φα­νώς γο­νι­μο­ποι­ή­σει όλες τις μελ­λο­ντι­κές εκτε­λέ­σεις των έρ­γων που συμ­με­τεί­χε, μπο­ρού­με να πού­με ότι ο ίδιος θα δια­τη­ρού­σε για τις επερ­χό­με­νες γε­νιές το προ­νό­μιο ενός δια­κρι­τού, σαν φά­ρου, ηχη­τι­κού στίγ­μα­τος, κι αυ­τό εί­ναι ένα, όντως, πα­ρά­ση­μο.
Σή­με­ρα λεί­πουν και οι πέ­ντε των “Δε­κα­πέ­ντε Εσπε­ρι­νών”. Ο Χα­τζι­δά­κις, ο Ρο­δου­σά­κης, η Κρί­θα­ρη, ο Φά­μπας, ο Μη­λια­ρέ­σης. Τε­λευ­ταί­ος, ο Αν­δρέ­ας Ρο­δου­σά­κης κλεί­νει την πόρ­τα πί­σω του και μα­ζί -πι­θα­νό­τα­τα- την επο­χή που η πα­ρου­σία των αν­θρώ­πων μπο­ρού­σε να γο­νι­μο­ποι­ή­σει με τον λυ­ρι­σμό της το πα­ρόν. Στο εξής, μο­νά­χα η μνή­μη θα αφή­νει σπό­ρους στις ψυ­χές των επερ­χο­μέ­νων, κι αυ­τό με την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι θα προ­φυ­λα­χθεί η ερω­τι­κή σχέ­ση με εκεί­νο το πά­λαι πο­τέ μα­γι­κό της σθέ­νος, κά­τι για το οποίο τα τε­λευ­ταία γε­γο­νό­τα δεν αφή­νουν πε­ρι­θώ­ρια αι­σιο­δο­ξί­ας. Για­τί, σε μια μι­κρή αλ­λά καί­ρια πα­ρέν­θε­ση, θα ανα­γκα­στώ να υπεν­θυ­μί­σω ότι και τα πέ­ντε πα­ρα­πά­νω κρί­σι­μα για την ηθι­κή μας ενη­λι­κί­ω­ση πρό­σω­πα θα με­τα­μορ­φώ­νο­νταν με το πρό­σφα­το προ­ε­δρι­κό διά­ταγ­μα και με τον πλέ­ον εξευ­τε­λι­στι­κό τρό­πο σε ανει­δί­κευ­τους “από­φοι­τους λυ­κεί­ου”, αφού έτσι θα τους έκρι­νε και έτσι θα τους επι­βρά­βευε η στρα­τευ­μέ­νη λαί­λα­πα των ψυ­χι­κά απο­νευ­ρω­μέ­νων διοι­κού­ντων, που, ανε­ρυ­θρί­α­στοι, θα υπο­βί­βα­ζαν κά­θε πρά­ξη πο­λι­τι­σμού — λες κι αυ­τή από πά­ντα τσι­ρά­κι τους ήταν, και από πά­ντα απ’ την υψη­λή τους κρι­τι­κή εξαρ­τώ­με­νη-, σε κα­τα­να­λω­τι­κό προ­ϊ­όν που υπη­ρε­τεί κοι­νό­τα­τες επι­χει­ρη­μα­τι­κές ιδε­ο­λη­ψί­ες, πρά­ξεις ορι­στι­κά απο­κομ­μέ­νες από κά­θε δυ­να­τό­τη­τα μά­γευ­σης, από κά­θε επα­να-συλ­λα­βι­σμό και κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου μας ως σύ­μπα­ντος που ανα­πνέ­ει σε ου­ρα­νούς Αυ­το­νο­μί­ας, μες στην αεί ανα­νε­ω­τι­κή Ελευ­θε­ρία που η ατο­μι­κό­τη­τα προι­κί­ζει κά­θε άξια ζωή, κά­θε αν­θρώ­πι­νη προ­σπά­θεια που φύ­σει αντι­μά­χε­ται την εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση, μα τι λέω τώ­ρα! Κά­που από εκεί πά­νω, εάν υπάρ­χει ακό­μα το “εκεί πά­νω”, η ωραία πα­ρέα των πέ­ντε θα δεί­χνουν με τε­ντω­μέ­νο δά­χτυ­λο το λί­γο μέ­γε­θος των διοι­κού­ντων, και θα ξε­καρ­δί­ζο­νται με την κα­τά­ντια τους, τώ­ρα που πια κα­μία χυ­δαιό­τη­τα να τους αγ­γί­ξει δεν μπο­ρεί. Ας πα­ρα­μεί­νουν έτσι, γε­λα­στοί και αδιά­φο­ροι, ώσπου κι εμείς να αξιω­θού­με κά­πο­τε λί­γη απ’ τη σο­φία της αυ­το­συ­ναί­σθη­σής τους. “Κοι­μή­σου Περ­σε­φό­νη … ” Το βα­ρύ πι­τσι­κά­το του Ρο­δου­σά­κη, συ­νε­παρ­μέ­νο και πι­στό στον έναν, από κει, δρό­μο, για πά­ντα θα κα­νο­ναρ­χεί το τέ­μπο των ονεί­ρων μας.

Εγκι­βω­τι­σμοί (από Κι­βω­τό σε Κι­βω­τό)

Το κα­τά­στη­μα Κι­βω­τός, που προ­σφέ­ρει επι­λο­γές ύφους και ύψους ρα­πτι­κής και συ­νε­φα­πτό­με­νους ήχους, εί­δη δώ­ρων και υφά­σμα­τα, κλω­στι­κά, αει­κί­νη­τες ρα­πτο­μη­χα­νές, πλε­κτά, τσά­ντες, εσώ­ρου­χα και για εξω­τε­ρι­κή χρή­ση, αξε­σουάρ, χει­μω­νιά­τι­κα, κα­λο­και­ρι­νά και φθι­νο­πω­ρι­νά κα­πέ­λα, κάλ­τσες για κιρ­σούς και πα­ντό­φλες πλα­τυ­πο­δί­ας, δη­λώ­νει πως ου­δε­μία σχέ­ση έχει με την Κι­βω­τό του Νώε. Κα­τά συ­νέ­πεια, δεν πρό­κει­ται να πα­ρα­στεί, πριν από τον επό­με­νο κα­τα­κλυ­σμό, στη νέα κοι­νή δι­κά­σι­μο για αγω­γές, που έχουν κα­τα­θέ­σει συ­νει­σα­γω­γείς επι­βί­ω­σης και συ­νε­χί­ζουν από­γο­νοί τους, εφό­σον δεν έχουν εν τω με­τα­ξύ εξα­λει­φθεί, ακυ­ρώ­νο­ντας το έν­νο­μο συμ­φέ­ρον τους, δε­δο­μέ­νου ότι άλ­λη Κι­βω­τός το κα­τά­στη­μα και άλ­λη η Κι­βω­τός του Νώε. Αλ­λού δη­λα­δή η ρα­πτι­κή πα­νί με πα­νί και αλ­λιώς να μέ­νεις πα­νί με πα­νί­δα, χω­ρίς χλω­ρί­δα ή χλω­ρί­νη, που δεν συ­νι­στούν ει­κο­σι­δύο κα­τα­σκευα­στές πλυ­ντη­ρί­ων, τα οποία δεν πω­λού­νται από την Κι­βω­τό το κα­τά­στη­μα.
Σύμ­φω­να με έγκυ­ες πη­γές, όσο και αν πλέ­νεις τον Δρ Νω, έψι­λον σε ντο­κτο­ρά­το δεν θα προ­σθέ­σεις. Αντι­θέ­τως, κα­τά την εγ­γειο­βελ­τί­ω­ση και εν γέ­νει τον καλ­λω­πι­σμό εγκύ­ων μο­νά­δων, το σα­πού­νι σου χα­λάς, όπως και τα χα­λιά επί­σης. Οι ίδιες πη­γές απο­κα­λύ­πτουν ότι, όπως το εν­νο­ού­σε και ο Νώε, η αυ­ξα­νό­με­νη εξά­λει­ψη των ει­δών θα διευ­κο­λύ­νει την απο­πε­ρά­τω­ση της δί­κης, συ­ντο­μεύ­ο­ντας την ακρο­α­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία επί του όρους Αρα­ράτ, όπου συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά άρα­ξε η πο­λυ­πλη­θής Κι­βω­τός, συ­ντρίμ­μια της οποί­ας πα­ντού ανα­ζη­τού­νται. Μπο­ρεί η Θέ­μις να εί­ναι τυ­φλή, αλ­λά ακού­ει τις μαρ­τυ­ρί­ες από τα στό­μα­τα και τις οπές των ενα­γό­ντων.
Στις εν λό­γω μαρ­τυ­ρί­ες πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται βρυ­χηθ­μοί, γκα­ρί­σμα­τα, υλα­κές, κο­ά­σμα­τα, νια­ου­ρί­σμα­τα, τι­τι­βί­σμα­τα, ομι­λί­ες, κε­λαη­δι­σμοί, σφυ­ρίγ­μα­τα, θρο­ΐ­σμα­τα, φυλ­λο­βο­λι­σμοί, γου­ρου­νί­σμα­τα, χι χο, όινκ όινκ, κουάξ κουάξ, κι­κι­ρί­κου, πα πα πα, βε­λά­σμα­τα, μου­γκα­νη­τά, χλι­μι­ντρί­σμα­τα, άσμα­τα, σαλ­πί­σμα­τα, ανα­μα­σή­μα­τα, κλά­μα­τα, βόμ­βοι, πλα­τα­γί­σμα­τα, ζου­ζου­νί­σμα­τα, γα­βγί­σμα­τα, κα­κα­ρί­σμα­τα, κα­κα­βί­σμα­τα, κρωγ­μοί, κοκ­κυ­σμοί, πι­πί­σμα­τα, ζου­ζου­νί­σμα­τα, κου­κου­βα­γί­σμα­τα, κα­ρα­κα­ξί­σμα­τα, ορυ­μα­γδοί, κικ­κα­βι­σμοί, βυζ­μοί, κλαγ­γές, τσι­ρίγ­μα­τα, χρε­με­τί­σμα­τα, βλυ­χές, βε­λά­σμα­τα, κε­λα­ρύ­σμα­τα, μορ­μυ­ρι­σμοί, ρό­θοι, ολο­λυγ­μοί, κοκ­κυ­σμοί, κρωγ­μοί, λυ­κιθ­μοί, ουρ­λια­χτά, σιγ­μοί, συ­ριγ­μοί, πα­πα­σμοί, ογκηθ­μοί, βρι­μαγ­μοί, μω­κα­σμοί, κα­κα­νί­σμα­τα, μυ­κηθ­μοί, λα­λή­μα­τα, βιρ­βι­ρί­σμα­τα, βομ­βι­σμοί, τρι­σμοί, ζι­ζι­νί­σμα­τα, τε­τε­ρί­σμα­τα, ψιτ­τα­κι­σμοί, σπι­ζιθ­μοί, γρυ­λί­σμα­τα, γρυ­σμοί, γρου­ξί­μα­τα, γογ­γρυ­σμοί, κοϊ­σμοί, τι­τι­βί­σμα­τα ή ψαλ­μοί, ομαγ­μοί, ρύ­ζοι, κα­κα­βι­σμοί, κρά­γοι, λα­λή­μα­τα, κλωγ­μοί, κρο­τα­λι­σμοί, πι­πι­σμοί, κρα­ξί­μα­τα, χου­χου­τί­σμα­τα, τρυ­σμοί, τριλ­λυ­σμοί, ρε­κα­σμοί, κου­κου­ρί­σμα­τα, βα­βί­σμα­τα, αλυ­χτί­σμα­τα, ρυα­σμοί, σκουζ­μοί, γκα­ρί­σμα­τα, βουί­σμα­τα, μυ­κηθ­μοί, μου­γκα­νί­σμα­τα, φρι­μαγ­μοί, ωρυ­γές, ροί­βδοι, ροί­ζοι, τριγ­μοί, σα­λα­γές, κα­λά τε­ρε­τί­σμα­τα και αντί­στοι­χοι ήχοι σε άλ­λες με­τα-βα­βε­λι­κές γλώσ­σες, όπως στα ισπα­νι­κά του Δον Κι­χώ­τη για γαϊ­δά­ρους, στα αγ­γλι­κά του Χέρ­μαν Μέλ­βιλ για φά­λαι­νες ή στα κερ­κυ­ραϊ­κά του Τζέ­ραλντ Ντά­ρελ για οι­κό­σι­τα θη­ρία με προ­ϋ­πη­ρε­σία σε ΜΜΕ ή Μέ­σα Μα­ζι­κής Εξη­μέ­ρω­σης.
Στα τυ­φλά η Θέ­μις θα κρί­νει από πλημ­με­λή­μα­τα σε σχέ­ση με τις συν­θή­κες επι­βί­βα­σης και απο­βί­βα­σης έως κα­κουρ­γή­μα­τα ως προς την (αν)οι­κειο­ποί­η­ση συ­ντρό­φων, αλ­λά και πολ­λών ει­δών από άλ­λα εί­δη, κα­τά την επί­πλευ­ση και εν μέ­σω δια­τα­ρα­χών συ­μπε­ρι­φο­ράς στα αμπά­ρια, τις κου­πα­στές και τα πα­νιά του σκά­φους, φε­ρ’ ει­πείν, ασέλ­γεια κα­τ' εξα­κο­λού­θη­ση των ελε­φά­ντων σε γαρ­δέ­νιες, που και στη θά­λασ­σα προ­κα­λεί ναυ­τία, ή bullying που υπέ­στη­σαν ταυ­ροει­δή από ελα­φρώς κε­ρα­σφό­ρους αμνούς σε ένα τό­σο κλει­στο­φο­βι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με απο­τέ­λε­σμα η δί­κη να μην απο­κλεί­ε­ται να διαρ­κέ­σει έως την Τρί­τη Πα­ρου­σία, σύμ­φω­να με το σχή­μα των τριών πρά­ξε­ων που επι­βάλ­λει το νε­ω­τε­ρι­κό θε­α­τρι­κό πρω­τό­κολ­λο, πριν πα­ρεμ­βλη­θεί Δευ­τέ­ρα, όταν τα θέ­α­τρα αρ­γούν, αλ­λά εκτός ρά­μπας δρα­μα­τι­κές σκη­νές συ­νε­χί­ζο­νται.
Υπεν­θυ­μί­ζε­ται ότι σε κα­κουρ­γή­μα­τα ανα­βαθ­μί­ζο­νται πλημ­με­λή­μα­τα σε ώρες υψη­λής τη­λε­θέ­α­σης, ενώ κά­θε Πα­ρα­σκευή, μαύ­ρου ή άλ­λου χρώ­μα­τος, πα­ρέ­χο­νται ει­δι­κές εκ­πτώ­σεις σε όσους αγο­ρά­ζουν χά­πια αδυ­να­τί­σμα­τος, βι­τριό­λι, κα­θαρ­τι­κό ή άλ­λα χρή­σι­μα σκευά­σμα­τα, βι­τα­μι­νού­χα ή μη, κολ­λύ­ρια για κά­θε οπή, ρι­νι­κά υγρά για αφτιά που δεν μυ­ρί­ζουν και για κρυο­λο­γή­μα­τα και κρυο­λο­γί­ες συ­να­πι­σμούς. Αφού βρά­σει με νε­ρό το λι­νοκ­κό­κι μέ­χρι να γί­νει μπλά­θρι, το ζε­στό αυ­τό κα­τά­πλα­σμα πα­σπα­λί­ζε­ται με συ­να­πό­σπο­ρο που έχει κο­πα­νι­στεί και απλώ­νε­ται κα­τά­σαρ­κα στην πλά­τη, που σκε­πά­ζε­ται με μάλ­λι­νο πα­νί. Η υπε­ραι­μία κά­νει κα­λό.
Με τό­σες στε­ρή­σεις και κα­θυ­στε­ρή­σεις εί­ναι φυ­σι­κό η εξέ­λι­ξη της δια­δι­κα­σί­ας να συ­μπέ­σει με την προ­βο­λή της σει­ράς «Κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι», που ανα­δει­κνύ­ει όσους δεν πρό­λα­βαν να ρι­χη­θούν στην Κι­βω­τό, απο­φεύ­γο­ντας έτσι την κα­κο­ποί­η­ση ή την καλ­λω­ποί­η­ση. Θα τη­ρη­θεί σει­ρά προ­σέ­λευ­σης για όσους δεν έρ­θουν. Χω­ρίς ει­δι­κή ώθη­ση. Ο σώ­ζων εαυ­τόν σω­θή­τω. Στις 7 Σε­πτεμ­βρί­ου εξάλ­λου τι­μά­ται η μνή­μη του αθλη­τού της ευ­σε­βεί­ας και χει­μα­ζο­μέ­νων λι­μέ­νος Αγί­ου Σώ­ζο­ντος. Η ψυ­χή του μι­μού­με­νου την ηρε­μία των προ­βά­των αυ­τού βο­σκού και πρά­ου ζη­λω­τή πα­ρορ­γί­στη­κε, όταν βρέ­θη­κε μπρο­στά σε χρυ­σό ει­δω­λο­λα­τρι­κό άγαλ­μα στην Πο­μπη­ιού­πο­λη της Κι­λι­κί­ας. Έσπα­σε και πού­λη­σε το δε­ξί χέ­ρι του αγάλ­μα­τος μοι­ρά­ζο­ντας σε φτω­χούς τις ει­σπρά­ξεις, χω­ρίς να μπει στον πει­ρα­σμό κα­τα­πι­στεύ­μα­τος ή τρα­πε­ζι­κής κι­βω­τού. Έπει­τα εμ­φα­νί­στη­κε στον έπαρ­χο, που εί­χε συλ­λά­βει ανεύ­θυ­νους για την πρά­ξη αυ­τή, ανα­λαμ­βά­νο­ντας την ευ­θύ­νη, χω­ρίς να προη­γη­θεί προ­κή­ρυ­ξη. Αφού τον βα­σά­νι­σαν φρι­κτά, τον έρι­ξαν στη φω­τιά, που δεν ήρ­θε ένας κα­τα­κλυ­σμός να σβή­σει, και απήλ­θε.



Ο κλυ­σμός συ­νε­χί­ζε­ται


Προη­γου­μέ­νως

Τρέ­χο­ντας επι­τό­που / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)

Πα­ρά­πο­να που μας πε­ρι­ήλ­θαν / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)

Πώς περ­πα­τά η νύ­χτα (συμ­βου­λές) / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)

Ατυ­χή συμ­βά­ντα και θε­ρα­πεί­ες / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)

Oρ­θώς: ενός λε­πτού σι­γή / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)