Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

28 Οκτω­βρί­ου 1940





Κα­λά να πά­θουν

οι Ιτα­λοί που διά­λε­ξαν

να μας επι­τε­θούν

ημέ­ρα εθνι­κής επε­τεί­ου

Γ.Χ.

Δε­σπό­ται

Φω­το­γρα­φία: Αλεκ­σά­ντρ Ζεμ­λια­νι­τσέν­κο, Associated Press – Πά­σχα 2022

Από το «Χρο­νι­κόν των Ιω­αν­νί­νων» (π. 1380) Έκ­δο­ση Χ. Νι­κο­λά­ου Φι­λα­δελ­φέ­ως, Αθή­ναι 1846


Ο Ντα­λί στον και­ρό της Covid

Στην επο­χή της παν­δη­μί­ας η μά­σκα σώ­ζει ζω­ές. Δη­μιουρ­γεί, εντού­τοις, προ­βλή­μα­τα στους μυ­στα­κο­φό­ρους. Ιδί­ως αν μι­λά­με για μου­στά­κια επι­μή­κη όπως του Ντα­λί. Εί­ναι γνω­στή η αγά­πη που έτρε­φε για αυ­τά η πιο εκ­κε­ντρι­κή φυ­σιο­γνω­μία της σύγ­χρο­νης τέ­χνης. Άρ­χι­σε να τα καλ­λιερ­γεί από τα 20 του χρό­νια, εμπνευ­σμέ­νος από τα μου­στά­κια του συ­μπα­τριώ­τη και ομό­τε­χνού του, Ντιέ­γκο Βε­λά­σκεθ, από την επο­χή του μπα­ρόκ. «Επει­δή δεν κα­πνί­ζω, απο­φά­σι­σα να αφή­σω μου­στά­κια – εί­ναι κα­λύ­τε­ρο για την υγεία»», εί­χε δη­λώ­σει. Αν ζού­σε στις μέ­ρες μας, η φρο­ντί­δα για την υγεία του θα απαι­τού­σε, πα­ράλ­λη­λα, μια λύ­ση για τη δια­τή­ρη­ση του σχή­μα­τος του πιο ανα­γνω­ρί­σι­μου στοι­χεί­ου της ει­κό­νας του. Για αυ­τό φρό­ντι­σαν η Έλε­να και ο Στα­μά­της Βα­σι­λεί­ου, δύο καλ­λι­τέ­χνες του δρό­μου που κα­τέ­θε­σαν την πρό­τα­σή τους σε ένα ΚΑ­ΦΑΟ της πό­λης. Αν μπο­ρού­σε να το δει ο υπερ­ρε­α­λι­στής ζω­γρά­φος, σί­γου­ρα θα γε­λού­σε κά­τω από τα μου­στά­κια – και τη μά­σκα του.

1944-2022 του Αγί­ου Εφραίμ

Ήταν 4 Ια­νουα­ρί­ου του 1944, ξη­με­ρώ­μα­τα, όταν γεν­νή­θη­κε ο μι­κρός μου αδελ­φός. Την ίδια μέ­ρα ήρ­θε μα­ντά­το πως ανε­βαί­να­νε οι Γερ­μα­νοί να κά­ψουν το χω­ριό.
Φύ­γα­με όλοι για το δά­σος. Η μά­να μου με το νιο­γέν­νη­το πά­νω στο γαϊ­δου­ρά­κι. Ο πα­τέ­ρας με τη γί­δα στην πλά­τη. Οι έξι αδελ­φοί μου ζα­λω­μέ­νοι με κου­βέρ­τες και μπό­γους. Κι εγώ, το μο­να­δι­κό κο­ρί­τσι, με την ει­κό­να του Αγί­ου Εφραίμ, του θαυ­μα­τουρ­γού, τυ­λιγ­μέ­νη σε μιαν υφα­ντή πε­τσέ­τα.
Η νύ­χτα φεγ­γο­βο­λού­σε από τις φλό­γες, μα ως το πρωί όλα εί­χαν κα­τα­λα­γιά­σει. Πή­ρα­με άλα­λοι τον δρό­μο του γυ­ρι­σμού. Τ’ απο­κα­ΐ­δια του σπι­τιού μας κα­πνί­ζα­νε ακό­μη. Δεν εί­χα­με πού να πά­με, για­τί και της για­γιάς το χω­ριό το εί­χαν κά­ψει και αυ­τό οι Γερ­μα­νοί πρω­τύ­τε­ρα.
Μο­νά­χα ο στά­βλος μας εί­χε μεί­νει όρ­θιος, επει­δή ήταν φτιαγ­μέ­νος από λα­μα­ρί­νες. Έδω­σε ο πα­τέ­ρας το πρό­σταγ­μα να τον κα­θα­ρί­σου­με κι έφυ­γε με τους με­γά­λους του γιούς για το δά­σος. Γυ­ρί­σα­νε κου­βα­λώ­ντας κλα­ριά από πεύ­κα. Σκε­πά­σα­νε μ’ αυ­τά τον μι­σό στά­βλο κι έστρω­σαν από πά­νω κου­βέρ­τες να κοι­μό­μα­στε. Ο πα­τέ­ρας μου εί­χε φορ­τώ­σει στον γάι­δα­ρο κι ένα τε­ρά­στιο κού­τσου­ρο. Γο­νά­τι­σε και βάλ­θη­κε να το πε­λε­κά­ει, να το πε­λε­κά­ει, ώσπου το γού­βια­σε, το ‘κα­νε κού­νια για το μω­ρό. Δί­πλα του ακου­μπή­σα­με την ει­κό­να του αγί­ου Εφραίμ να το φυ­λά­ει. Και το φύ­λα­ξε.
Το μω­ρό εκεί­νο εί­ναι σή­με­ρα 78 χρο­νών. Έφυ­γε τον και­ρό της χού­ντας να κυ­νη­γή­σει την τύ­χη του στον Κα­να­δά και τα κα­τά­φε­ρε μια χα­ρά. Έκα­νε πε­ριου­σία, έκα­νε οι­κο­γέ­νεια. Κυ­πριω­το­πού­λα πή­ρε. Κα­λή και άξια κο­πέ­λα η Αρε­τή. Πρό­σφυ­γας έφτα­σε στον Κα­να­δά τo 74, όταν οι Τούρ­κοι ρή­μα­ξαν το χω­ριό της, στην Κε­ρύ­νεια κο­ντά. Δυ­στυ­χώς έχει χρό­νια που πέ­θα­νε από καρ­κί­νο. Ο με­γά­λος του γιος, Εφραίμ το όνο­μά του, εί­ναι αε­ρο­ναυ­πη­γός κι ερ­γά­ζε­ται κά­που εκεί κο­ντά. Ο μι­κρός βρή­κε κι εκεί­νος κα­λή δου­λειά, αλ­λά πο­λύ μα­κριά. Στην Ταϊ­βάν μί­σε­ψε με όλη του την οι­κο­γέ­νεια. Αυ­τός εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος με Ρω­σί­δα, χρι­στια­νή ορ­θό­δο­ξη βε­βαί­ως. Η κο­πέ­λα με­τα­νά­στευ­σε μι­κρού­λα από την Ου­κρα­νία μα­ζί με τους γο­νείς της, όταν έπε­σε το Πα­ρα­πέ­τα­σμα — το Σι­δη­ρούν, θυ­μά­σαι… Και ευ­τυ­χώς. Για φα­ντά­σου να ήταν σή­με­ρα εκεί και να μην ξέ­ρα­νε πού να κρυ­φτού­νε… Αλ­λά και στην Ταϊ­βάν, τώ­ρα που οι Κι­νέ­ζοι της Κί­νας φο­βε­ρί­ζουν τους άλ­λους Κι­νέ­ζους με τ’ αε­ρο­πλά­να τους, ο ανι­ψιός μου ανη­σύ­χη­σε κι έστει­λε γυ­ναί­κα και παι­διά πί­σω στον Κα­να­δά, στου πα­τέ­ρα του το σπί­τι. Ο ίδιος έμει­νε, για­τί δεν θέ­λει να χά­σει τη δου­λειά. Θα δει, λέ­ει. Δεν ξέ­ρει ακό­μη τι θα κά­νει. Μα και ποιος ξέ­ρει; Ξέ­ρει τά­χα μου κα­νείς; Εμάς λί­γο μας φο­βε­ρί­ζει –μέ­ρα μπαί­νει μέ­ρα βγαί­νει– ο με­γα­λο­πρε­πής από δί­πλα;
Ολη­με­ρίς κι ολο­νυ­χτίς, όλοι οι μπα­μπού­λες του κό­σμου για τα φου­σά­τα τους κα­μα­ρώ­νου­νε: ένας κα­μα­ρω­τός εδώ, άλ­λος κα­μα­ρω­τός εκεί, τρί­τος πα­ρα­πέ­ρα… Δεν ξέ­ρω πολ­λά, ένα όμως βλέ­πω: η αν­θρω­πό­τη τρί­βε­ται στην γκλί­τσα του τσο­μπά­νη. Αγα­θός και φι­λάν­θρω­πος ο Κύ­ριος, δεν λέω, αλ­λά έτσι και ξε­χει­λί­σει η κού­πα της ορ­γής του, αλί και τρι­σα­λί μας… Γι’ αυ­τό κι εγώ προ­σεύ­χο­μαι κα­θη­μερ­νά στον άγιο Εφραίμ –με­γα­λο­μάρ­τυς εί­ναι και θαυ­μα­τουρ­γός– να βά­λει, τον θερ­μο­πα­ρα­κα­λώ, το χέ­ρι του, ει­δάλ­λως… ει­δάλ­λως…

Έχω πά­ρει φω­τιά: Ηρά­κλει­τος ροκ εν ρολ (Jerry Lee Lewis)

Στις 28 Οκτω­βρί­ου, ημέ­ρα του ΟΧΙ, πέ­θα­νε σε ηλι­κία 87 ετών ο γεν­νη­μέ­νος στη Λουι­ζιά­να Αμε­ρι­κα­νός πρω­το­πό­ρος του ροκ εν ρολ Τζέ­ρι Λι Λού­ις (Jerry Lee Lewis). Απο­κα­λού­με­νος ο Δο­λο­φό­νος (The Killer), ο τρα­γου­δι­στής και συγ­γρα­φέ­ας ασμά­των υπήρ­ξε από τους πιο επι­δρα­στι­κούς πια­νί­στες της επο­χής του. Οι γο­νείς του εί­χαν υπο­θη­κεύ­σει το χω­ρά­φι τους για να του αγο­ρά­σουν πιά­νο, που έπαι­ζε με ολό­κλη­ρο το σώ­μα του, όπως έπαι­ζε κι­θά­ρα ο Τσακ Μπέ­ρι. Η χρι­στια­νι­κή ανα­τρο­φή του Λού­ις, αντί­στοι­χη με εκεί­νη του Έλ­βις Πρί­σλεϊ, τον προ­βλη­μά­τι­ζε, έχει πει ο Τζό­νι Κας. Ανα­ρω­τιό­ταν κα­τά πό­σον τα αμαρ­τω­λά τρα­γού­δια του οδη­γού­σαν τον ίδιο και το κοι­νό του στην κό­λα­ση. Ακό­μη και αν οι Έλ­λη­νες εί­χαν προ­βλέ­ψει το ροκ εν ρολ, όπως μου­σι­κά απο­τυ­πώ­νε­ται στο όνο­μα του Ηρά­κλει­του, το ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει: θα υπήρ­χε ροκ εν ρολ χω­ρίς αφρι­κα­νι­κό χρι­στια­νι­σμό; Πα­ρο­μοί­ως, θα υπήρ­χε εξ­πρε­σιο­νι­σμός χω­ρίς τον βυ­ζα­ντι­νο-ενε­τι­σμό του Ελ Γκρέ­κο;

«Μάλ­λον θα έπρε­πε να έχω κα­νο­νί­σει τη ζωή μου λί­γο κα­λύ­τε­ρα», εί­πε ο Τζέ­ρι Λι Λού­ις σε συ­νέ­ντευ­ξή του το 2014, για­τί με­τά το 1957 μπή­κε σε μαύ­ρη λί­στα. Φτά­νο­ντας στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία για τουρ­νέ, που πο­τέ δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε, δη­μο­σιο­γρά­φος απο­κά­λυ­ψε ότι εί­χε πα­ντρευ­τεί 13χρο­νη εξα­δέλ­φη του. Επρό­κει­το για τον τρί­το από τους επτά γά­μους του, ο οποί­ος επα­να­λή­φθη­κε, κα­θώς δεν εί­χε ορι­στι­κο­ποι­η­θεί το δια­ζύ­γιο από τη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γό του. Κά­που δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα η απροσ­δό­κη­τη εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία που εί­χε ένα τρα­γού­δι κά­ντρι γου­έ­στερν οδή­γη­σε στην ει­σπή­δη­σή του σε αυ­τή την ενο­ρία της μου­σι­κής, που εξ αρ­χής επί­σης υπη­ρε­τού­σε. Αμέ­σως η εται­ρεία δί­σκων τον κά­λε­σε να επι­στρέ­ψει για ηχο­γρα­φή­σεις στο Νά­σβιλ από το Λος Άν­τζε­λες, όπου έπαι­ζε τον Ιά­γο σε μια ροκ εν ρολ δια­σκευή του Οθέλ­λου. Ω θέ­λω; Στο ροκ εν ρολ επέ­στρε­ψε στις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες της ζω­ής του παί­ζο­ντας με διά­ση­μους νε­ό­τε­ρους μου­σι­κούς που τον εί­χαν για θεό.



Ακο­λου­θεί από­δο­ση στα ελ­λη­νι­κά των στί­χων (των Bob Feldman, Jerry Goldstein και Richard Gottehrer) του I'm on Fire.

Έχω πά­ρει φω­τιά

Βο­ή­θη­σέ με κύ­ριε πυ­ρο­σβέ­στη, σε πα­ρα­κα­λώ
Ξέ­ρεις πως καί­γο­μαι από το κε­φά­λι ώς τα γό­να­τα
Φλέ­γο­μαι με τό­σο καυ­τή επι­θυ­μία
Ένα κο­ρι­τσά­κι έβα­λε φω­τιά στην ψυ­χή μου
Με κά­νει να καί­γο­μαι σαν χάρ­τι­νο κύ­πελ­λο
Ωχ, ωχ, έχω πά­ρει φω­τιά

Άνα­ψε τον με­γά­λο συ­να­γερ­μό
Καί­γο­μαι από τη γοη­τεία της όλη
Ω, μι­κρό όχη­μα πυ­ρο­σβε­στι­κό δεν βλέ­πεις
Δεν βλέ­πεις τι μου κά­νει
Μ’ έκα­νε να καί­γο­μαι σαν χάρ­τι­νο κύ­πελ­λο
Ωχ, ωχ, έχω πά­ρει φω­τιά

Και όταν το μω­ρό μου με φι­λά
Αρ­χί­ζω να τρέ­μω όπως το πλοίο σε τα­ραγ­μέ­νη θά­λασ­σα
Και όταν την ακούω να λέ­ει
Θα σ' αγα­πώ κά­θε και κά­θε μέ­ρα
Αρ­χί­ζω να τσου­ρου­φλί­ζο­μαι σαν το ψω­μί, ωχ

Βο­ή­θη­σέ με κύ­ριε πυ­ρο­σβέ­στη, σε πα­ρα­κα­λώ
Ξέ­ρεις πως καί­γο­μαι από το κε­φά­λι ώς τα γό­να­τα
Φλέ­γο­μαι με τό­σο καυ­τή επι­θυ­μία
Ένα κο­ρι­τσά­κι έβα­λε φω­τιά στην ψυ­χή μου
Με κά­νει να καί­γο­μαι σαν χάρ­τι­νο κύ­πελ­λο
Ωχ, ωχ, έχω πά­ρει φω­τιά

Και όταν το μω­ρό μου με φι­λά
Αρ­χί­ζω να τρέ­μω όπως το πλοίο σε τα­ραγ­μέ­νη θά­λασ­σα
Και όταν την ακούω να λέ­ει
Θα σε αγα­πώ κά­θε και κά­θε μέ­ρα
Αρ­χί­ζω να τσου­ρου­φλί­ζο­μαι σαν το ψω­μί, ωχ


Jerry Lee Lewis - I'm On Fire (LIVE - 1963 COLORIZED/RESTORED) 4th of 5 - YouTube

(δυ­στυ­χώς με­τα-χρω­μα­τι­σμέ­νη απο­κα­τά­στα­ση κι­νη­μα­το­γρά­φη­σης ζω­ντα­νής εκτέ­λε­σης όταν ο Λού­ις ήταν 29 ετών)


Σχε­τι­κά κεί­με­να

«Ευ­γνώ­μο­νες Νε­κροί» / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr) [Robert Hunter]
«Τσακ Μπέ­ρι (1926-2017)» του Γιώρ­γου Χου­λιά­ρα (diastixo.gr)

15 Μα­ΐ­ου: Έμι­λυ Ντί­κιν­σον / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)

Ατυ­χή συμ­βά­ντα και θε­ρα­πεί­ες

Προ­σέξ­τε να μη γλι­στρή­σε­τε και πέ­σε­τε, οπό­τε θα εί­ναι αρ­γά...


Ο ρό­λος του κα­πέ­λου

α. Κα­τά­πο­ση γλώσ­σας

Αν κα­τα­πιεί­τε τη γλώσ­σα σας, πράγ­μα που συμ­βαί­νει σε όλους, μην ανη­συ­χή­σε­τε. Πα­ρα­μέ­νε­τε ασκε­πείς και εν ορ­θία στά­σει, ώσπου η γλώσ­σα να κα­τέ­βει στο στο­μά­χι. Τό­τε αρ­χί­ζει η ψαύ­σις του στο­μά­χου προς εντο­πι­σμό της γλώσ­σας και η απα­λή τρι­βή εκ των κά­τω προς τα άνω, ώστε η γλώσ­σα ανερ­χό­με­νη να φτά­σει στον οι­σο­φά­γο. Επι­βάλ­λε­ται να βή­ξε­τε αμέ­σως ηχη­ρώς και ακα­τα­σχέ­τως, εφό­σον δια­θέ­τε­τε ακα­τά­σχε­το λο­γα­ρια­σμό. Η επι­στή­μη έχει απο­δεί­ξει ότι η γλώσ­σα επα­νέρ­χε­ται τό­τε στη θέ­ση της. Μην πιεί­τε νε­ρό επί τρεις ημέ­ρες, απα­ραί­τη­το χρο­νι­κό διά­στη­μα για το στέ­γνω­μα της γλώσ­σας στο στό­μα. Επί­σης δεν βγά­ζε­τε άχνα. Μπο­ρεί­τε όμως να εί­στε κα­θι­σμέ­νοι σε κα­ρέ­κλα με την πλά­τη όρ­θια και τα πό­δια εν δια­στά­σει μέ­χρι να πια­στεί­τε. Να φο­ρά­τε το κα­πέ­λο σας για να μην πά­ρει το μυα­λό σας αέ­ρα. Κα­τά τις πε­ριό­δους της Σα­ρα­κο­στής του Πά­σχα και της Σα­ρα­κο­στής των Χρι­στου­γέν­νων, όταν επι­βάλ­λε­ται νη­στεία σα­ρά­ντα ημε­ρών, οι πι­θα­νό­τη­τες να κα­τα­πιεί­τε τη γλώσ­σα σας εί­ναι ελά­χι­στες.

Σχε­τι­κά επι­στη­μο­νι­κά άρ­θρα:

— «Η γλώσ­σα τσα­κί­ζει κό­κα­λα όπου τα βρει»
— «Γλώσ­σα χυ­δαία λέ­γε­ται ένα ψά­ρι του εί­δους solea vulgaris: Σό­λα πα­τά και σ’ όλα απα­ντά»
— «Τό­ποι και τρό­ποι να φά­τε την γλώσ­σα σας»
— «Πε­ριέ και πι­πέ­ρι στη γλώσ­σα»
— «Να σου κό­ψω ή να σου ρά­ψω τη γλώσ­σα;»
— «Γλωσ­σο­φα­γιά και μέ­θο­δοι αντι­με­τώ­πι­σης του τυ­μπα­νι­σμού»
«Γλώσ­σα λαν­θά­νου­σα της προ­σο­χής δεν δια­λαν­θά­νει»
«Άλ­λη η γλώσ­σα του λα­γού και άλ­λη της κου­κου­βά­γιας»
«Μη βγά­ζε­τε γλώσ­σα όταν βρέ­χει, θα κρυώ­σει»
«Γλωσ­σο­δέ­τες, ονα­νι­σμός, βι­βλιόρ­ροια»

β. Δυ­σκοι­λιό­τη­τα

Συμ­πτώ­μα­τα

Η δυ­σκοι­λιό­τη­τα εί­ναι σύ­νη­θες φαι­νό­με­νο επί των ημε­ρών μας. Συμ­βαί­νει σε όλους στιγ­μιαί­ως, τυ­χαί­ως, μοι­ραί­ως, σκο­πί­μως, υπο­χρε­ω­τι­κώς, εξα­κο­λου­θη­τι­κώς, με­τά από γεύ­μα­τα που στέ­κο­νται στο στο­μά­χι, με­τά από επα­φές με δυ­σκοί­λιους συ­νο­μι­λη­τές, με­τά από αχώ­νευ­τους λό­γους λο­γί­ων, ιε­ρο­μο­νά­χων, εξο­μο­λο­γη­τών, θε­ρα­πευ­τών, εξω­μο­τών, αρ­χό­ντων, πλη­βεί­ων, δε­δι­κα­στών, ακα­δη­μαϊ­κών και άλ­λων του ιδί­ου φυ­ρά­μα­τος. Πρό­σθε­τοι λό­γοι εί­ναι η πο­λυ­φα­γία μέ­χρι σκα­σμού, η ατυ­χής σαρ­κι­κή ανα­ψη­λά­φη­ση και συ­νεύ­ρε­ση, η έλ­λει­ψη χρη­μά­των, που συ­νι­στά δυ­σκοι­λιό­τη­τα λή­γο­ντος του χρό­νου εξό­φλη­σης φό­ρων, προ­σαυ­ξή­σε­ων, το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων, εξό­δων κη­δεί­ας και οστε­ο­φυ­λα­κί­ων, όταν δεν υπάρ­χει υλι­κό να γί­νει πα­ξι­μά­δι.

Θε­ρα­πεία

Η θε­ρα­πεία της δυ­σκοι­λιό­τη­τας εί­ναι μία, όπως έδει­ξαν ο Ιπ­πο­κρά­της, ο Γα­λη­νός, ο Μα­νια­δά­κης και άλ­λοι Έλ­λη­νες ια­τροί. Προ­σευ­χό­με­νοι ασκε­πείς, ώστε να παίρ­νει το μυα­λό αέ­ρα και ιδού ο ανύμ­φευ­τος έρ­χε­ται και μα­κά­ριος ο δού­λος ον ευ­ρί­σκει γρη­γο­ρού­ντα, πί­νε­τε μία κου­τα­λιά της σού­πας κι­κι­νε­λαί­ου, κοι­νώς ρε­τσι­νό­λα­δο ή λιο­ντε­ρί­τσι­νο ή κα­στο­ρέ­λαιο. Πα­ρα­γό­με­νο από τρο­πι­κό εί­δος και απο­τε­λού­με­νο κα­τά 94% από τρια­κυ­λο­γλυ­κε­ρό­λες, ενώ κα­τά τα λοι­πά από μο­νο­γλυ­κε­ρί­δια και φω­σφο­λι­πί­δια, το εν λό­γω σχε­δόν άο­σμο φυ­τι­κό έλαιο έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ευ­ρέ­ως στη βιο­μη­χα­νία και από με­λα­νο­χί­τω­νες, σύμ­φω­να με έμπνευ­ση του ποι­η­τή Γκα­μπριέ­λε Ντ’ Ανούν­τσιο. Εν συ­νε­χεία κά­θε­στε ασκε­πείς με γυ­μνά οπί­σθια επί κο­λό­νας πά­γου, χω­ρίς να απο­κλεί­ο­νται τα πα­γά­κια, ώσπου να πα­γώ­σει ο αφε­δρώ­νας και να νιώ­σε­τε ότι η ώρα έχει φτά­σει, πα­ρό­λο που δεν έχε­τε βά­λει ξυ­πνη­τή­ρι. Φρο­ντί­στε οπωσ­δή­πο­τε να μην απέ­χει ο χώ­ρος ανα­κού­φι­σης, τουα­λέ­τα, κα­θί­κι, γιο­γιό, χε­σμεν­τζές, πε­ρισ­σό­τε­ρο από δύο μέ­τρα. Προ­σέξ­τε να μη γλι­στρή­σε­τε και πέ­σε­τε, οπό­τε θα εί­ναι αρ­γά. Να φο­ρέ­σε­τε κα­πέ­λο έπει­τα. Σε πε­ρί­πτω­ση που η δό­ση της μιας κου­τα­λιάς σού­πας δεν εί­ναι απο­τε­λε­σμα­τι­κή, μπο­ρεί­τε να πιεί­τε άλ­λη μία ή πε­ρισ­σό­τε­ρες, με­τά την πα­ρέ­λευ­ση μιας ημέ­ρας, μιας εβδο­μά­δας, ενός μή­να. Πο­τέ κα­νείς δεν ξέ­ρει πό­τε θα πε­θά­νει.

Όχι πια στο επόμενο



Προη­γου­μέ­νως

Τρέ­χο­ντας επι­τό­που / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Πα­ρά­πο­να που μας πε­ρι­ήλ­θαν / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)

Πώς περ­πα­τά η νύ­χτα (συμ­βου­λές) / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)