Επι­μέ­λεια αφιε­ρώ­μα­τος: Έλε­να Χου­ζού­ρη



Στις 18 Φε­βρουα­ρί­ου 1985, ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου επι­στρέ­φει στη γε­νέ­τει­ρα πό­λη, την Θεσ­σα­λο­νί­κη. Χιο­νί­ζει. Λευ­κές νι­φά­δες σκε­πά­ζουν απα­λά το Σέιχ-Σου, το ξαν­θω­πό βου­νό των ξαν­θο­μάλ­λι­κων παι­δι­κών του χρό­νων. Από την με­ριά της γκρί­ζας θά­λασ­σας φαί­νε­ται να έρ­χε­ται η τρε­λή Ρω­σί­δα με το κά­τα­σπρο μα­κρύ της φό­ρε­μα κρα­τώ­ντας στο προ­τε­τα­μέ­νο της χέ­ρι το λευ­κό λου­λού­δι τού Ευαγ­γε­λι­σμού. Και ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου προ­χω­ρεί, η ομί­χλη και το χιό­νι πυ­κνώ­νουν, αλ­λά εκεί­νος χαί­ρε­ται και αγαλ­λιά­ται για­τί επι­τέ­λους το σώ­μα του γί­νε­ται ένα με το σώ­μα της πό­λης του. Εί­ναι 57 ετών και τριών μη­νών, πι­στός στην μό­νη κλη­ρο­νο­μιά που του άφη­σε ο πα­τέ­ρας του, όταν στην ίδια ηλι­κία, εί­χε και αυ­τός πά­ρει τον ίδιο δρό­μο για το νε­κρο­τα­φείο του Ευαγ­γε­λι­σμού. Ο πα­τέ­ρας, ο πρό­σφυ­γας από την Κεσ­σά­νη και η μη­τέ­ρα του, η πρό­σφυ­γας από την Ραι­δε­στό, αμ­φό­τε­ροι από την Ανα­το­λι­κή Θρά­κη, θα με­τοι­κή­σουν άρον άρον, άκο­ντες, διωγ­μέ­νοι και κα­τα­πα­τη­μέ­νοι, στην πό­λη του Λευ­κού Πύρ­γου ή του Αί­μα­τος ορ­θό­τε­ρα, εκεί στον μυ­χό του Θερ­μαϊ­κού, με στε­φά­νι Τα Χί­λια Δέ­ντρα. Δε­κα­ε­τία του ’20. Μια δε­κα­ε­τία ξε­ρι­ζω­μών, απώ­λειας και προ­σφυ­γιάς αλ­λά και ανα­σύ­ντα­ξης δυ­νά­με­ων για την επι­βί­ω­ση, για την συ­νέ­χεια της ζω­ής. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη από το πο­λε­ο­δο­μι­κό όρα­μα του Εμπράρ που θα την ανα­γό­ρευε σε ευ­ρω­παϊ­κή με­γα­λού­πο­λη, πε­ριο­ρί­ζε­ται στο να τι­θα­σεύ­σει όπως-όπως τις τε­ρά­στιες ανά­γκες που δη­μιουρ­γεί το πο­λυ­πλη­θές και απρό­βλε­πτο, έως πρό­τι­νος, κύ­μα των προ­σφύ­γων. Από μελ­λο­ντι­κή ευ­ρω­παϊ­κή με­γα­λού­πο­λη με­τα­τρέ­πε­ται σε πρω­τεύ­ου­σα των προ­σφύ­γων. Ως «Νέα Χώ­ρα» πια, αυ­τή η πα­νάρ­χαια πο­λι­τεία, αντι­με­τω­πί­ζει την έντα­ξή της στο Ελ­λη­νι­κό Βα­σί­λειο με σκε­πτι­κι­σμό και αμοι­βαία κα­χυ­πο­ψία. Οι έως το 1922 εθνο­θρη­σκευ­τι­κές πλη­θυ­σμια­κές ανα­λο­γί­ες της πό­λης, με το εβραϊ­κό στοι­χείο να κυ­ριαρ­χεί, ανα­τρέ­πο­νται. Όταν θα γεν­νη­θεί ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, στις 20 Νο­εμ­βρί­ου 1927, η Θεσ­σα­λο­νί­κη θα έχει αφή­σει ήδη πί­σω της πολ­λά από τα «εξω­τι­κά» στοι­χεία που εί­χαν γοη­τεύ­σει τον Πιερ Λο­τί τον προη­γού­με­νο αιώ­να. Θα φέ­ρει όμως ακό­μα εμ­φα­νή τα ση­μά­δια του κο­σμο­πο­λι­τι­σμού της, τα οποία κα­θώς θα συ­να­ντη­θούν με εκεί­να των νε­ο­φερ­μέ­νων, θα δη­μιουρ­γή­σουν ένα αμάλ­γα­μα ικα­νό να τρο­φο­δο­τή­σει ευαί­σθη­τα φα­ντα­σια­κά, που θα εκ­φρα­στούν στην ποί­η­ση και στην πε­ζο­γρα­φία της πό­λης. Ο Ιω­άν­νου θα ανα­τρα­φεί μέ­σα σε αυ­τήν την ατμό­σφαι­ρα και τα πολ­λα­πλά ση­μά­δια της θα εγ­γρα­φούν στο σώ­μα του. Οι πρώ­τες ει­κό­νες που προ­σλαμ­βά­νει στην παι­δι­κή του ηλι­κία προ­έρ­χο­νται από τις, πά­νω από την οδό Εγνα­τί­ας, γει­το­νιές, όπου πριν την έλευ­ση των δι­κών μας προ­σφύ­γων, τις κα­τοι­κού­σαν τουρ­κι­κές οι­κο­γέ­νειες, οι οποί­ες επί­σης θα πά­ρουν την άγου­σα της προ­σφυ­γιάς, γε­γο­νός που δεν θα αφή­σει ασυ­γκί­νη­το τον μι­κρό Ιω­άν­νου. Κοι­νω­νι­κή οι­κο­γε­νεια­κή κα­τά­στα­ση δύ­σκο­λη, ο αγώ­νας για την επι­βί­ω­ση επί­μο­χθος. «Δεν μι­λώ γε­νι­κά για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, αλ­λά για την προ­λε­τα­ρια­κή πό­λη, μέ­σα από μια οι­κο­γέ­νεια προ­λε­τα­ρί­ων », θα δη­λώ­σει. Η εξα­με­λής οι­κο­γέ­νεια Σο­ρο­λό­πη —το πραγ­μα­τι­κό επί­θε­το του συγ­γρα­φέα— θα ζή­σει απο­κλει­στι­κά από τον πε­νι­χρό μι­σθό τού (μη­χα­νο­δη­γού των Ελ­λη­νι­κών Σι­δη­ρο­δρό­μων) πα­τέ­ρα. Το τρέ­νο και το τα­ξί­δι κα­τα­κά­θο­νται μέ­σα στον με­τέ­πει­τα συγ­γρα­φέα ως πα­τρι­κές αφη­γή­σεις. Αρ­γό­τε­ρα θα με­του­σιω­θούν σε προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα. Η εφη­βεία του θα ταυ­τι­στεί με την Κα­το­χή, με ει­κό­νες στέ­ρη­σης, πεί­νας, κα­κου­χιών αλ­λά και πρώ­των ερω­τι­κών σκιρ­τη­μά­των. Η οι­κο­γέ­νεια έχει αφή­σει τις προ­σφυ­γι­κές πά­νω γει­το­νιές, με τα πα­ρα­δο­σια­κά καλ­ντε­ρί­μια, και έχει κα­τη­φο­ρί­σει νο­τιό­τε­ρα, στην οδό Ιου­στι­νια­νού, στην πε­ριο­χή της Πα­να­γί­ας Χαλ­κέ­ων, γνω­στή ως «Πα­λιά Οβρια­κή», αφού ανέ­κα­θεν τον κυ­ρί­αρ­χο τό­νο έδι­ναν σ’ αυ­τή οι εβραϊ­κές οι­κο­γέ­νειες. Ο 15χρο­νος, τό­τε, Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, θα εί­ναι ένας από τους αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες του εξο­λο­θρε­μού των Εβραί­ων της Θεσ­σα­λο­νί­κης, βί­ω­μα εντο­νό­τα­το που θα χα­ρα­χτεί ανε­ξί­τη­λα μέ­σα του και αρ­γό­τε­ρα θα με­του­σιω­θεί σε ποί­η­ση και πε­ζο­γρα­φία. Εκεί­νη ακρι­βώς την πε­ρί­ο­δο αρ­χί­ζει τις πρώ­τες προ­σω­πι­κές του ημε­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές, γνω­στές πο­λύ αρ­γό­τε­ρα ως «Κα­το­χι­κό Ημε­ρο­λό­γιο». Σε αυ­τές τις ημε­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές κα­τα­τί­θε­ται και η αντι­φα­τι­κή του εμπει­ρία από τα κα­τη­χη­τι­κά σχο­λεία στα οποία εγ­γρά­φε­ται στις 26 Μαρ­τί­ου 1944, βα­σι­κά λό­γω των συσ­σι­τί­ων που αυ­τά ορ­γά­νω­ναν. Σ’ αυ­τά θα κά­νει δυο ση­μα­ντι­κές, αλ­λά λί­αν αμ­φι­λε­γό­με­νες, ως προς την σχέ­ση που θα ανα­πτύ­ξει μα­ζί τους, γνω­ρι­μί­ες: Τους σχε­δόν συ­νο­μη­λί­κους του, Ντί­νο Χρι­στια­νό­που­λο και Δη­μή­τρη Μα­ρω­νί­τη . Από το 1946 έως το 1950 φοι­τά στο Ιστο­ρι­κό-Αρ­χαιο­λο­γι­κό Τμή­μα της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του ΑΠΘ, έχο­ντας την τύ­χη να δι­δα­χθεί από σπου­δαί­ους κα­θη­γη­τές, και τους οποί­ους θα μνη­μο­νεύ­σει τι­μη­τι­κά στο πε­ζο­γρά­φη­μά Επι­χω­μά­τω­ση. Υπη­ρε­τεί την στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία και αμέ­σως με­τά την απο­στρά­τευ­σή του, το 1951 έχει να αντι­με­τω­πί­σει συ­νο­λι­κά την ζωή του. Προς τα πού θα την κα­τευ­θύ­νει; Τι δυ­να­τό­τη­τες έχει; Ποια εί­ναι τα σχέ­δια του; Από όσα έχει γρά­ψει ο ίδιος οι δυ­να­τό­τη­τες του εί­ναι και αντι­κει­με­νι­κά και προ­σω­πι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νες. Οι ερω­τι­κές του επι­θυ­μί­ες πα­τι­κω­μέ­νες κά­τω από ανε­λέ­η­τα βλέμ­μα­τα και αδυ­σώ­πη­τους αυ­ταρ­χι­σμούς. Του απο­μέ­νουν οι μο­να­χι­κοί πε­ρί­πα­τοι, τα φευ­γα­λέα αγ­γίγ­μα­τα, τα αδιό­ρα­τα βλέμ­μα­τα και οι λέ­ξεις που όταν τις βά­ζει στο χαρ­τί τον προ­στα­τεύ­ουν αλ­λά και τον απε­λευ­θε­ρώ­νουν. «Έφρα­ξε ο φό­βος πια τους δρό­μους μου/Έφρα­ξε ο δρό­μος του σπι­τιού/ Μό­νο η μορ­φή σου από­μει­νε να με δρο­σί­ζει»[ Τα Χί­λια Δέ­ντρα ]. Αυ­τές τις λέ­ξεις τολ­μά στα 26 του χρό­νια να τις δη­μο­σιο­ποι­ή­σει με τη μορ­φή μιας πλα­κέ­τας και 11 συ­νο­λι­κά ποι­ή­μα­τα. Την τυ­πώ­νει στο τυ­πο­γρα­φείο του Νί­κου Νι­κο­λαϊ­δη, τον Μάρ­τιο του 1954, ιδί­οις ανα­λώ­μα­σιν. Τί­τλος της: Ηλιο­τρό­πια.
Την ίδια ση­μα­δια­κή χρο­νιά βρί­σκει και την πρώ­τη του ερ­γα­σία, για κα­λή του τύ­χη μα­κριά από το γο­νεϊ­κό σπί­τι, σε ένα ιδιω­τι­κό σχο­λείο στον Γι­δά (ση­με­ρι­νή Αλε­ξάν­δρεια). Το σπυ­ρί αρ­χί­ζει και σπά­ει, το ξαν­θο­μάλ­λι­κο αγό­ρι-έφη­βος-νε­α­ρός άντρας προ­σπα­θεί να διεκ­δι­κή­σει την ζωή του. Με τις ποι­κί­λες ενο­χές του, την αί­σθη­ση της οιο­νεί απώ­λειας, την σφι­χτή, έως ασφυ­ξί­ας, πα­ρά­δο­ση της προ­σφυ­γι­κής ανα­σφά­λειας, την βα­θιά ανά­γκη των λυγ­μι­κών υπαι­νιγ­μών, το χω­νε­μέ­νο τραύ­μα του ερω­τι­κού απο­κλει­σμού από τις αδιάλ­λα­κτα αυ­στη­ρές ψυ­χο­κοι­νω­νι­κές κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις γύ­ρω του, συν την έντο­νη διά­θε­ση να μι­λή­σει, να κα­τα­θέ­σει ότι κρυμ­μέ­να βιώ­μα­τα έχει εντός του, ει­σέρ­χε­ται βή­μα το βή­μα στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Με­τά τα Ηλιο­τρό­πια έρ­χο­νται Τα Χί­λια Δέ­ντρα . Ανά­με­σά τους με­σο­λα­βεί ένα διά­στη­μα εν­νέα χρό­νων. Για­τί τό­σο; Για­τί οι ανά­γκες της επι­βί­ω­σης τον σέρ­νουν, κυ­ριο­λε­κτι­κά, από δω και από κει ανά την ελ­λη­νι­κή επι­κρά­τεια. Μέ­χρι να διο­ρι­στεί σε δη­μό­σιο σχο­λείο, το 1960, τον βρί­σκου­με για λί­γο στην Αθή­να, στη Σχο­λή Μπαρ­μπί­κα, με­τά στα Τρί­κα­λα, στη Λά­ρι­σα, και όταν έρ­θει ο διο­ρι­σμός του τον στέλ­νουν στο Κα­στρί Κυ­νου­ρί­ας· στη συ­νέ­χεια τον με­τα­θέ­τουν στην… Βεγ­γά­ζη, έπε­ται η Κασ­σάν­δρα Χαλ­κι­δι­κής, επι­στρέ­φει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και επι­τέ­λους φτά­νει η πο­λυ­πό­θη­τη με­τά­θε­ση για Αθή­να, το 1971.
Ωστό­σο, μέ­σα σε αυ­τό το χρο­νι­κό διά­στη­μα, πα­ρά τις συ­νε­χείς με­τα­κι­νή­σεις, τις αλ­λε­πάλ­λη­λες μα­ταιώ­σεις και προ­δο­σί­ες φί­λων, όπως ο ίδιος θα ομο­λο­γή­σει, συν την κά­κι­στη αντι­με­τώ­πι­ση του από την οι­κο­γέ­νεια του, και προ­πα­ντός απο τη μη­τέ­ρα του, κα­τορ­θώ­νει να γρά­ψει. Να κα­τα­θέ­σει δη­μιουρ­γι­κά ό,τι τον τραυ­μα­τί­ζει, τον πλη­γώ­νει. Απο­τέ­λε­σμα, αυ­τής της δύ­σκο­λης, επώ­δυ­νης πε­ριό­δου, η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Τα Χί­λια Δέ­ντρα και τον επό­με­νο ακρι­βώς χρό­νο, το 1964, με ένα ολι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο με τον τί­τλο Για ένα φι­λό­τι­μο, ο νε­α­ρός, έως τό­τε, ποι­η­τής κά­νει το με­γά­λο βή­μα προς την πε­ζο­γρα­φία. Ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, όπως τον γνω­ρί­σα­με μέ­σα από την λο­γο­τε­χνία του, γεν­νιό­ταν και μα­ζί του ένα ρεύ­μα λο­γο­τε­χνι­κό που αρ­γό­τε­ρα θα επη­ρε­ά­σει και νε­ό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, εκεί­νο της «βιω­μα­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας». «Για πρώ­τη σου φο­ρά ένιω­θες σε τέ­τοιο βαθ­μό αυ­τό που διά­βα­ζες να λέ­νε οι άλ­λοι, ξέ­νοι ιδί­ως. Το ξα­λά­φρω­μα, τη λύ­τρω­ση, από το γρά­ψι­μο της λο­γο­τε­χνί­ας…Για σέ­να «η απο­κά­λυ­ψη του Θε­ού» όπως μας την πα­ρα­δί­νουν οι με­γά­λοι μυ­στι­κοί συγ­γρα­φείς, εί­ναι το γρά­ψι­μο αυ­τών των πε­ζο­γρα­φη­μά­των». Θα ομο­λο­γή­σει αρ­γό­τε­ρα με το μο­να­δι­κό υπο­βλη­τι­κό εξο­μο­λο­γη­τι­κό του ύφος.
Πολ­λά και λί­αν ευ­νοϊ­κά έχουν γρα­φεί για εκεί­νο το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο του Ιω­άν­νου με τα ει­κο­σι­δύο πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, όπως —για πολ­λούς λό­γους— θα τα ονο­μά­σει ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας τους. Ει­κο­σι­δύο πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, μι­κρά δια­μα­ντά­κια, που ανοί­γουν μια ιδιαί­τε­ρη σε­λί­δα στην με­τα­πο­λε­μι­κή μας λο­γο­τε­χνία. Ει­δο­λο­γι­κά δεν ανή­κουν στην κλα­σι­κή φόρ­μα του δι­η­γή­μα­τος. Χω­ρίς να εντάσ­σο­νται στην ποι­η­τι­κή πρό­ζα δο­νού­νται από ποι­η­τι­κή διά­θε­ση, όπως πρώ­τος πα­ρα­τη­ρεί ο Π. Μουλ­λάς. Και ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, πιο ανα­λυ­τι­κά, ση­μειώ­νει: «Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται στον υπό­τι­τλο τα ει­κο­σι­δύο σύ­ντο­μα κεί­με­να του και ο προσ­διο­ρι­σμός αυ­τός, έτσι στην γε­νι­κό­τη­τα του εί­ναι ο μό­νος σω­στός, αφού ού­τε στο δι­ή­γη­μα, ού­τε σε κα­νέ­να άλ­λο από τα γνω­στά εί­δη μπο­ρούν να εντα­χθούν οι ιδιό­τυ­πες αυ­τές σε­λί­δες, όπου ο εξο­μο­λο­γη­τι­κός προ­σω­πι­κός τό­νος και η καί­ρια πα­ρα­τή­ρη­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος κό­σμου εναλ­λάσ­σο­νται, με πε­ρί­που «πα­πα­δια­μά­ντεια αδια­φο­ρία» για τους κα­νό­νες μιας τε­χνι­κής, για την τή­ρη­ση κά­ποιων πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νων ή πει­στι­κών αφη­γη­μα­τι­κών συμ­βά­σε­ων».
Ωστό­σο η πλή­ρης απο­δο­χή και η προ­σω­πι­κή του ωρί­μαν­ση θα έρ­θει όταν επι­τέ­λους με­τα­τε­θεί στην Αθή­να, το 1971. Και όλως πα­ρα­δό­ξως η πό­λη που τον πλή­γω­νε και τον από­διω­χνε —«ο συν­δυα­σμός Θεσ­σα­λο­νί­κης και δι­κών σου εσέ­να πο­τέ δεν σε σή­κω­σε…»— θα κυ­ριαρ­χή­σει στα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα βι­βλία του, με­τά την κά­θο­δό του στην Αθή­να. Όλα τα βιώ­μα­τα της παι­δι­κής-εφη­βι­κής και νε­α­νι­κής του ηλι­κί­ας στην γε­νέ­τει­ρα του θα ανα­δη­μιουρ­γη­θούν, θα με­τα­πλα­στούν σε μια σπά­νιας θερ­μο­κρα­σί­ας και ατμό­σφαι­ρας λο­γο­τε­χνία, κα­τά την οποία η Θεσ­σα­λο­νί­κη, από νύ­φη του Θερ­μαϊ­κού θα με­τα­τρα­πεί σε νύ­φη της λο­γο­τε­χνί­ας! Και αυ­τό για­τί η από­στα­ση που την χω­ρί­ζει από την Αθή­να τον βοη­θά­ει να απο­στα­σιο­ποι­η­θεί, να απε­νο­χο­ποι­η­θεί, να απε­λευ­θε­ρω­θεί από τα οι­κεία δη­λη­τη­ριώ­δη βλέμ­μα­τα που διαρ­κώς του υπεν­θύ­μι­ζαν τις «απα­γο­ρευ­μέ­νες» ερω­τι­κές του προ­τι­μή­σεις.
Ωστό­σο, κα­κά τα ψέ­μα­τα, δεν θα μπο­ρέ­σει πο­τέ να επου­λω­θεί το βα­θύ τραύ­μα που έχει κα­τα­κα­θί­σει βα­θιά μέ­σα του και με το πα­ρα­μι­κρό η τραυ­μα­τι­σμέ­νη του ψυ­χο­σύν­θε­ση, με τα πολ­λά συ­ναι­σθη­μα­τι­κά κε­νά, αντι­δρά στην οποια­δή­πο­τε κρι­τι­κή, πολ­λώ μάλ­λον αν προ­έρ­χε­ται από πα­λιούς «φί­λους », όπως στην πε­ρί­πτω­ση του Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου και πε­ρισ­σό­τε­ρο του Δ.Ν. Μα­ρω­νί­τη.
Δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια θα με­σο­λα­βή­σουν από το 1971 έως την απο­φρά­δα εκεί­νη ημέ­ρα της 16ης Φε­βρουα­ρί­ου 1985 που εξαι­τί­ας μια με­τεγ­χει­ρι­τι­κής επι­πλο­κής θα κα­τα­λή­ξει. Στο διά­στη­μα αυ­τό θα ευ­τυ­χή­σει και να γρά­ψει και να εκ­δώ­σει δε­κα­ε­πτά τί­τλους, ανά­με­σα στους οποί­ους πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, με­λέ­τες, δο­κί­μια, με­τα­φρά­σεις κα­θώς και δύο θε­α­τρι­κά έρ­γα. Για αρ­κε­τά χρό­νια θα εκ­δί­δει το προ­σω­πι­κό του πε­ριο­δι­κό, Το φυλ­λά­διο που, για τον ση­με­ρι­νό με­λε­τη­τή, απο­τε­λεί σπου­δαία πη­γή πλη­ρο­φο­ριών για τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­πραγ­μέ­να εκεί­νης της επο­χής. Θα αξιω­θεί του Κρα­τι­κού Βρα­βεί­ου Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος 1980 για το βι­βλίο του Το δι­κό μας αί­μα, θα έχει αναμ­φι­σβή­τη­τα κερ­δί­σει την εκτί­μη­ση της δύ­σκο­λης αθη­ναϊ­κής λο­γο­τε­χνι­κής κοι­νό­τη­τας, θα έχει συ­γκα­τα­λε­γεί στα ιδρυ­τι­κά μέ­λη της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων μα­ζί με σπου­δαία ονό­μα­τα της λο­γο­τε­χνί­ας μας, θα έχει ανοί­ξει νέ­ους δρό­μους σε νε­ό­τε­ρους λο­γο­τέ­χνες. Θα φύ­γει, έτσι άδι­κα και πά­νω στην ωρι­μό­τη­τα του, ηλι­κια­κή και δη­μιουρ­γι­κή, με ένα πα­ρά­πο­νο: Ότι δεν πρό­λα­βε να γρά­ψει ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, όπως σχε­δί­α­ζε να κά­νει, μό­λις έπαιρ­νε την σύ­ντα­ξή του. Μή­πως όμως εί­χε ήδη γρά­ψει το με­γά­λο μυ­θι­στό­ρη­μα της γε­νέ­τει­ρας του με τους δι­κούς του λο­γο­τε­χνι­κούς τρό­πους; Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια με­τά τον θά­να­το του, στο αφιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού Γράμ­μα­τα και Τέ­χνες, ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, ανά­με­σα στα άλ­λα, ση­μεί­ω­νε: «Ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου εί­ναι ει­ση­γη­τής ενός και­νο­φα­νούς αφη­γη­μα­τι­κού τρό­που στα γράμ­μα­τα μας: εκό­μι­σε αυ­τά τα κα­νό­να σύ­ντο­μα κεί­με­να σε πρώ­το πρό­σω­πο, που απαρ­τί­ζουν το μέ­γι­στο της τέ­χνης του. Πρό­κει­ται για κα­θα­ρά λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα που άλ­λο­τε κλί­νουν προς τον «άμορ­φο» συ­νειρ­μι­κό μο­νό­λο­γο, άλ­λο­τε υπο­δύ­ο­νται το δο­κί­μιο και άλ­λο­τε εμ­φα­νί­ζο­νται ως πα­ρα­δο­σια­κά δι­η­γή­μα­τα, έμ­φορ­τα όμως με αλ­λό­τρια στοι­χεία ή απαλ­λαγ­μέ­να σε βαθ­μό ρι­ζο­σπα­στι­κό από τις συμ­βά­σεις του εί­δους.[…]Εί­ναι τό­σο έντο­νη η προ­σω­πι­κή σφρα­γί­δα του Γιώρ­γου Ιω­άν­νου στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να του, το αδια­φι­λο­νί­κη­το δι­κό του ύφος, ώστε όσες κα­τα­βο­λές κι αν ιχνη­λα­τή­σει η έρευ­να, η θέ­ση και η ση­μα­σία της προ­σφο­ράς του δεν πρό­κει­ται να με­τα­βλη­θούν».

«Φα­γιούμ»/Γιώρ­γος Ιω­άν­νου». Ψη­φια­κή σύν­θε­ση του Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη (2006)

Τριά­ντα επτά χρό­νια με­τά τον θά­να­το τού Γιώρ­γου Ιω­άν­νου, ο Χάρ­της, τι­μώ­ντας αυ­τήν την προ­σφο­ρά, επα­νέρ­χε­ται με ένα αφιέ­ρω­μα για τη ζωή και το έρ­γο του. Συμ­με­τέ­χουν με κεί­με­νά τους, εί­κο­σι δύο συγ­γρα­φείς, πα­νε­πι­στη­μια­κοί και κρι­τι­κοί, από ένα ηλι­κια­κό φά­σμα που κα­λύ­πτει τρεις γε­νιές, από τον νε­ό­τε­ρο Χρή­στο Κυ­θρε­ώ­τη έως τον με­γα­λύ­τε­ρο Θέ­μη Λι­βε­ριά­δη. Έγι­νε προ­σπά­θεια να «ακου­στούν» και νε­ό­τε­ρες ηλι­κια­κά φω­νές αλ­λά και φω­νές που δεν εί­χαν έως σή­με­ρα κα­τα­θέ­σει την άπο­ψη τους για το έρ­γο του Γιώρ­γου Ιω­άν­νου. Επί­σης στο αφιέ­ρω­μα φι­λο­ξε­νεί­ται η ρα­διο­φω­νι­κή [ΕΡΑ] εκ­πο­μπή που εί­χε κά­νει η υπο­γρά­φου­σα με τον Γιώρ­γο Ιω­άν­νου στις 20 Ια­νουα­ρί­ου 1985, λί­γες μό­νο μέ­ρες πριν την ει­σα­γω­γή του στο Σι­σμα­νό­γλειο που τον οδή­γη­σε στις 16 Φε­βρουα­ρί­ου στον θά­να­το. Ακό­μα οι ανα­γνώ­στες/στριες του αφιε­ρώ­μα­τος θα έχουν την δυ­να­τό­τη­τα μέ­σω του link των Αρ­χεί­ων της ΕΡΤ (https://​archive.​ert.​gr/​68962/) να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν την εκ­πο­μπή «Πα­ρα­σκή­νιο» για τον Γιώρ­γο Ιω­άν­νου. Το αφιέ­ρω­μα φι­λο­ξε­νεί επί­σης φω­το­γρα­φί­ες του, αλ­λά και φω­το­γρα­φί­ες προ­σω­πι­κών του αντι­κει­μέ­νων, όπως εκτί­θε­νται σε ει­δι­κά δια­μορ­φω­μέ­νη για τον συγ­γρα­φέα αί­θου­σα, στο Βα­φο­πού­λειο Πνευ­μα­τι­κό Κέ­ντρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Έλε­να Χου­ζού­ρη


Αυ­τό­γρα­φο αυ­το­βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα του Γιώρ­γου Ιω­άν­νου (Αρ­χείο Χάρ­τη)



Ο Χάρ­της και η επι­με­λή­τρια του αφιε­ρώ­μα­τος ευ­χα­ρι­στούν: τον Πρό­ε­δρο της ΕΡΤ Κων. Ζού­λα για την άδεια να πα­ρα­θέ­σου­με σύν­δε­σμο [link] της εκ­πο­μπής «Πα­ρα­σκή­νιο»: Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, από την ιστο­σε­λί­δα των Αρ­χεί­ων της ΕΡΤ

Ευ­χα­ρι­στού­με θερ­μά την κα­θη­γή­τρια Αντι­γό­νη Βλα­βια­νού για την συ­νει­σφο­ρά της στο αφιέ­ρω­μα· τον Γιάν­νη Ψυ­χο­γιό που έκα­νε την ψη­φια­κή με­τα­γρα­φή της εκ­πο­μπής της Έλε­νας Χου­ζού­ρη με τον Γιώρ­γο Ιω­άν­νου και τον Γιώρ­γο Ευ­στα­θί­ου για τις σπά­νιες φω­το­γρα­φί­ες που μας πα­ρα­χώ­ρη­σε από το προ­σω­πι­κό του αρ­χείο.