Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον
[ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ ]

Ετοι­μά­ζο­νται τα αφιε­ρώ­μα­τα


Τζον Άσμπε­ρι
(επιμ. Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου)Μάρ­τιος 2022
Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός (επιμ. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου)Απρί­λιος 2022
Γιώρ­γος Ιω­άν­νου
(επιμ. Έλε­να Χου­ζού­ρη)Μάιος 2022
Τζέιμς Τζόις
(επιμ. Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος) • Ιού­νιος 2022

Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου (επιμ. Χρή­στος Δα­νι­ήλ - Άντεια Φραν­τζή)
Έλ­λη Σκο­πε­τέα
(επιμ. Δη­μή­τρης Στα­μα­τό­που­λος)
Χί­λια ενια­κό­σια εί­κο­σι δύο/2022
(επιμ. Χρι­στί­να Ντου­νιά)
OULIPO (επιμ. Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης)
Μο­ρίς Μπλαν­σό (Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης-Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου)
Το Δη­μο­τι­κό Τρα­γού­δι (επιμ. Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας)
Αρ­γύ­ρης Χιό­νης (επιμ. Κα­τε­ρί­να Κω­στί­ου)
Γλώσ­σα
(επιμ. Χρι­στό­φο­ρος Χα­ρα­λα­μπά­κης)
ΨΧ (επιμ. Γιάν­νης Ζέρ­βας)

Αλέ­κος Φα­σια­νός (1935-2022)

«Ο αυ­τό­χει­ρας», τέ­μπε­ρα σε χαρ­τί 1972 (ιδιω­τι­κή συλ­λο­γή)


«Πρώ­τη φο­ρά, βρή­κε ο Φα­σια­νός τον εαυ­τό του στα μπλε. Στα μπλε που κα­τά­φε­ρε να τα ηχή­σει σ' όλες τις κλί­μα­κες, να εν­στα­λά­ξει τον ένα τό­νο μέ­σα στον άλ­λο, χω­ρίς η διαύ­γεια να χά­σει τί­πο­τε από την πυθ­με­νι­κή της μα­γεία... Οδυσ­σέ­ας ΕΛΥ­ΤΗΣ, Ανοι­χτά Χαρ­τιά: «Ο Φα­σια­νός που αγα­πά­με».

Μνή­μη Α.Φ.


Μάρ­τιος του 1986 στο 6ο Σα­λό­νι Βι­βλί­ου του Πα­ρι­σιού το πε­ρί­πτε­ρο του Εθνι­κού Τυ­πο­γρα­φεί­ου της Γαλ­λί­ας προ­σφέ­ρει μια επε­τεια­κή εκτύ­πω­ση του ποι­ή­μα­τος «Marine» [«Στό­λος», από τη συλ­λο­γή Illuminations (Εκλάμ­ψεις), 1886] του Arthur Rimbaud. Σε τρα­χύ χαρ­τί Arches 300 γραμ­μα­ρί­ων, στοι­χειο­θε­τη­μέ­νο στο χέ­ρι και τυ­πω­μέ­νο με τους ιστο­ρι­κούς χα­ρα­κτή­ρες Charles X του χα­ρά­κτη Marcellin Legrand εί­ναι ένας φό­ρος τι­μής στη τεσ­σά­ρων αιώ­νων πε­ριώ­νυ­μη χαρ­το­ποι­ία της Λωρ­ραί­νης-Αλ­σα­τί­ας, στην πό­λη Charleville της ίδιας πε­ριο­χής, γε­νέ­τει­ρας του μέ­γι­στου λυ­ρι­κού ποι­η­τή, στα εκα­τό χρό­νια της σπου­δαί­ας συλ­λο­γής του και στους νέ­ους, πιο «μο­ντέρ­νους» τυ­πο­γρα­φι­κούς χα­ρα­κτή­ρες των αρ­χών του 19ου αιώ­να, που επί της βα­σι­λεί­ας του Κα­ρό­λου Ι΄ ανα­νε­ώ­νουν στο Εθνι­κό [Βα­σι­λι­κό, τό­τε] Τυ­πο­γρα­φείο την πο­λυ­χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­νη σει­ρά Didot, της οι­κο­γέ­νειας του φι­λέλ­λη­να (μα­θη­τή του Κο­ραή και δω­ρη­τή του πρώ­του τυ­πο­γρα­φεί­ου στην επα­να­στα­τη­μέ­νη Ελ­λά­δα) Φιρ­μί­νου Δι­δό­του [Firmin Didot].
Το ίδιο από­γευ­μα στο café Le Pré aux Clercs, γω­νία της οδού Bonaparte και Jacob, η σχε­τι­κή με το ποί­η­μα συ­ζή­τη­ση με τον Αλέ­κο Φα­σια­νό έχει θέ­μα την οπτι­κή αντί­λη­ψη, πως αλ­λά­ζει με το φως, τη θά­λασ­σα, τη ρεμ­βα­στι­κή διά­θε­ση. Εκεί­νη την επο­χή στη μό­νι­μη ελ­λη­νι­κή πα­ρέα του πα­ρι­ζιά­νι­κου κα­φέ συμ­με­τεί­χε ο Βα­σί­λης Σπε­ράν­τζας, ο Κώ­στας Ανα­γνω­στό­που­λος και όποιος άλ­λος πα­ρε­πι­δη­μού­σε για λί­γο ή πο­λύ με καλ­λι­τε­χνι­κές ανα­ζη­τή­σεις, η νε­α­ρή γλύ­πτρια Λυ­δία Βε­νιέ­ρη και ο αρ­χι­τέ­κτο­νας Κί­μων Σκάσ­σης, η επι­με­λή­τρια Βά­σια Καρ­κα­γιάν­νη, ο Κώ­στας Τα­χτσής, ο Από­στο­λος Γα­βράς. Επι­φυ­λα­κτι­κός στην αρ­χή ο Αλέ­κος Φα­σια­νός, μο­να­χι­κός, σε­μνός, με­τριό­φρων αλ­λά με ιδιό­μορ­φο, δια­βρω­τι­κό πολ­λές φο­ρές, χιού­μορ επι­ζη­τού­σε πά­ντα την ου­σια­στι­κή, χω­ρίς έπαρ­ση και υπερ­βο­λές, συ­ντρο­φιά. Ο λό­γος του απλός και εκ­ζη­τη­μέ­να ανε­πι­τή­δευ­τος, όπως και στα γρα­πτά του.
Το ποί­η­μα του Ρε­μπώ προ­κά­λε­σε εν­δια­φέ­ρον, μια γό­νι­μη κου­βέ­ντα που κρά­τη­σε εκεί­νο το βρά­δυ σε μά­κρος, για τον οπτι­κό ιμπε­σιο­νι­σμό των δύο ει­κό­νων των πλοί­ων και των αρό­τρων που συ­μπλέ­κο­νται κά­τω από τις αντα­να­κλά­σεις του ήλιου. Ως και οι στί­χοι του Εμπει­ρί­κου ανα­φέρ­θη­καν : « ηλιο­χα­ρή παι­χνί­δια στις επι­φά­νειες παί­ζει » και « Ρά­γκα – πα­ρά­γκα ρί­γος βα­θύ της γης / και πα­φλα­σμός κυ­μά­των επαλ­λή­λων / που εκ­σπούν εις τους αι­για­λούς… » από το ποί­η­μα « Ρά­γκα – Πα­ρά­γκα » [τώ­ρα στη συλ­λο­γή: Αι γε­νε­αί πά­σαι ή Η σή­με­ρον ως αύ­ριον και ως χθες, Άγρα 1984] που του πρό­σφε­ρε σαν ένα εί­δος «θού­ριου» για να πο­ρευ­θεί στη ζωή και στη τέ­χνη, όταν, το 19…εξή­ντα τό­σο, έφυ­γε κι εκεί­νος για σπου­δές στο Πα­ρί­σι.
Στο τέ­λος πή­ρε ένα μο­λύ­βι από την μέ­σα τσέ­πη του μό­νι­μου σκου­ρό­χρω­μου επεν­δύ­τη του, που συ­γκρα­τού­σε πά­ντα μια λε­πτή δερ­μά­τι­νη ζώ­νη, και σχε­δί­α­σε με ξε­χω­ρι­στή αυ­το­συ­γκέ­ντρω­ση και σο­βα­ρό­τη­τα στο πά­νω αρι­στε­ρό πε­ρι­θώ­ριο του φύλ­λου έναν αρ­μα­τη­λά­τη. Στην κα­τα­το­μή εί­ναι ο ίδιος, κοι­τά­ζει πί­σω του κα­θώς οδη­γεί τα δύο άλο­γα που φρου­μά­ζουν, το μα­κρύ κα­σκόλ ανε­μί­ζει πί­σω …και η σκό­νη πά­νω από την υπο­γρα­φή.

Ανά­με­σα στον «Πα­ρά­φρο­να κο­λυμ­βη­τή » και τον « Ρεμ­βά­ζο­ντα », τους πο­δη­λά­τες, τους κα­πνι­στές, τους νέ­ους και τους ιπ­πείς, εί­ναι ο μό­νος αρ­μα­το­δρό­μος.

Στό­λος

Τα άρ­μα­τα από ασή­μι και χαλ­κό –
Οι πρώ­ρες από χά­λυ­βα και άρ­γυ­ρο –
Χτυ­πούν τον αφρό, –
Ξε­πα­τώ­νουν τις ρί­ζες των θά­μνων.
Οι ανε­μο­στρό­βι­λοι στα χέρ­σα
Και οι τε­ρά­στιες τρο­χιές στην άμπω­τη
Τρα­βούν κυ­κλι­κά προς τ’α­να­το­λι­κά,
Προς τους κορ­μούς του δά­σους –
Προς τους στύ­λους της προ­κυ­μαί­ας,
Που η γω­νία της χά­νε­ται κά­τω από τις
ακτί­νες του φω­τός.

[ Απόδοση ]

Συ­κο­φα­ντί­ες

[ Ας εί­ναι κα­λά η Πο­μπη­ία... ]




Δύσκο­λη επο­χή για τα σύ­κα ο χει­μώ­νας. Όμως κα­μία επο­χή δεν εί­ναι ακα­τάλ­λη­λη για φά­ντες και ρε­τσι­νό­λα­δο. Πα­ντός και­ρού, επο­μέ­νως, το ζή­τη­μα του πώς αντι­κρού­ο­νται όσοι επί­φθο­να προ­κα­λούν, εκ­φέ­ρουν ή δια­κι­νούν συ­κο­φα­ντί­ες. Επι­πλέ­ον, πα­ρ’ ολί­γον λο­γο­γρά­φοι υπερ­βαί­νουν σε εκ­δι­κη­τι­κό­τη­τα απορ­ρι­φθέ­ντες ερα­στές. Ασφα­λώς οι νο­μι­κοί απευ­θύ­νο­νται στα δι­κα­στή­ρια. Οι ψυ­χί­α­τροι ανα­ζη­τούν αντί­στοι­χες με τον κλά­δο τους αι­τιο­λο­γί­ες και αγω­γή. Οι κοι­νω­νιο­λό­γοι ανα­λύ­ουν με­ταλ­λά­ξεις της κοι­νω­νί­ας. Οι γλωσ­σο­μα­θείς ερευ­νούν ετυ­μο­λο­γί­ες. Τι άλ­λο μπο­ρεί να κά­νει όποιος γρά­φει πέ­ρα από το να γρά­φει; Οποια­δή­πο­τε άλ­λη αντί­δρα­ση σε συ­κο­φα­ντί­ες υπο­στα­σιο­ποιεί την δια­βο­λή, ενώ αλ­γει­νά ρυθ­μί­ζο­νται αλ­γό­ριθ­μοι εκ­φο­βι­σμών σε μέ­σα δι­κτύ­ω­σης, όπου οι χρή­στες εντέ­λει θα αλ­λη­λο­ε­ξο­ντω­θούν.
Τι κρί­μα που δεν εί­ναι εύ­κο­λο να βρε­θούν πιο τα­λα­ντού­χοι εχθροί, για­τί οι φί­λοι προ­κύ­πτουν, ενώ εχθρούς οφεί­λεις να επι­λέ­γεις. Με ευ­στρο­φία και υψη­λό φρό­νη­μα πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζο­νται κά­θε εί­δους θη­ρία. Έτσι δι­δά­σκουν τα πα­ρα­μύ­θια, όπως πα­ρα­τή­ρη­σε ο Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν. Η ανα­νοη­μα­το­δό­τη­ση σε τσα­να­κο­γλεί­φτη της λέ­ξης sycophant στα αγ­γλι­κά προ­δί­δει ότι με­γα­λύ­τε­ρος κό­λα­κας από τον συ­κο­φά­ντη μάλ­λον δεν υπάρ­χει. Η ανά­λυ­ση με­γά­λου όγκου δε­δο­μέ­νων μπο­ρεί να απο­κα­λύ­ψει τους υπαί­τιους, έστω με­τά θά­να­τον, όπως άλ­λω­στε φαί­νε­ται να εντο­πί­στη­κε ο κα­τα­δό­της της Άν­νας Φρανκ. Όλα κυ­λούν, ακό­μη και αν η γρα­φή, όπως λέ­νε ορι­σμέ­νοι, συ­κο­φα­ντεί­ται από την προ­φο­ρι­κό­τη­τα, στον βαθ­μό που τα γρα­πτά μέ­νουν. Σε ένα πε­δίο ακα­τά­σχε­των εγ­γρα­φών γί­νε­ται αδύ­να­τον κά­ποιος να μη συ­κο­φα­ντη­θεί.

Κα­θώς το λε­ω­φο­ρείο ανέ­βαι­νε τις στρο­φές προς μια πα­ρά­στα­ση στο Σέιχ Σου, όρ­θιος ένας μα­θη­τής γυ­μνα­σί­ου άρ­χι­σε να γε­λά δια­βά­ζο­ντας μι­κρο­σκο­πι­κό εγ­χει­ρί­διο, με θέ­μα τη Στω­ι­κή φι­λο­σο­φία, στη σει­ρά «Τι πρέ­πει να ξέ­ρω». Η ευ­θυ­μία προ­ερ­χό­ταν από τον θά­να­το ενός Στω­ι­κού. Εί­χε πε­θά­νει από τα γέ­λια κυ­ριο­λε­κτι­κά, λέ­γε­ται, μα­θαί­νο­ντας ότι γάι­δα­ρος τα τί­να­ξε τρώ­γο­ντας πολ­λά σύ­κα. Ό,τι μα­θαί­νεις εί­ναι κα­λό, αλ­λά όχι πά­ντο­τε. Δεν θυ­μά­μαι τί­πο­τε άλ­λο από εκεί­νο το βρά­δυ, εκτός από την έκ­πλη­ξη των επι­βα­τών του λε­ω­φο­ρεί­ου, που έβλε­παν ένα παι­δί να γε­λά δια­βά­ζο­ντας, αν και ακό­μη δεν θα ήξε­ρε πό­σο αστείο εί­ναι να με­γα­λώ­νεις.


Σημ.: Ετυ­μο­λο­γι­κές υπο­θέ­σεις για τον Συ­κο­φά­ντη – που κά­νει την εμ­φά­νι­σή του ως χα­ρα­κτή­ρας στον Αρι­στο­φά­νη – συ­νο­ψί­ζο­νται στο ιστο­λό­γιο του Νί­κου Σα­ρα­ντά­κου: Ο συ­κο­φά­ντης και τα σύ­κα «Οι λέ­ξεις έχουν τη δι­κή τους ιστο­ρία» (wordpress.com)

Πα­ρ’ ολί­γον ατύ­χη­μα

Όταν το λυ­καυ­γές δια­δέ­χε­ται τη νύ­χτα, οι οδοί και οι λε­ω­φό­ροι εί­ναι σχε­δόν έρη­μες. Μπο­ρεί ένας άνε­μος να λυ­γί­ζει τα ασθε­νι­κά δε­ντρά­κια ή μια δυ­να­τή βρο­χή να ξε­πλέ­νει τη βρω­μιά των πε­ζο­δρο­μί­ων – όμως, ό, τι κι αν συμ­βαί­νει, ο χρό­νος με­τε­ω­ρί­ζε­ται ανα­πο­φά­σι­στος από σε­βα­σμό στην κυ­ριαρ­χία της σιω­πής. Αυ­τό το χρο­νι­κό ση­μείο επέ­λε­γε ο κύ­ριος Μί­μης, εδώ και χρό­νια, τε­λε­τουρ­γι­κά και ακρι­βέ­στα­τα, για να κά­νει έναν με­γά­λο πε­ρί­πα­το απο­λαμ­βά­νο­ντας το εύ­θραυ­στο κε­νό της σι­γής. Ήξε­ρε, ότι λί­γο αρ­γό­τε­ρα, η απα­τη­λή ακι­νη­σία χρό­νου και ει­κό­νας θα δια­τα­ρασ­σό­ταν από θο­ρύ­βους τους οποί­ους ανέ­κα­θεν απε­χθα­νό­ταν: Κορ­να­ρί­σμα­τα αυ­το­κι­νή­των, ήχοι από στό­ρια που ανε­βαί­νουν, άτσα­λα βή­μα­τα στο πλα­κό­στρω­το. Οι ει­κό­νες που του τρα­βού­σαν την προ­σο­χή, ήταν εξί­σου απε­χθείς: Τρα­βηγ­μέ­νες από την κού­ρα­ση της νύ­χτας φυ­σιο­γνω­μί­ες, άστε­γοι που προ­σπα­θού­σαν αδέ­ξια να πιά­σουν μπου­κά­λια λί­γο πα­ρα­δί­πλα από τις κου­βέρ­τες τους κι αυ­τά ξέ­φευ­γαν από τα πα­γω­μέ­να δά­χτυ­λά τους για να κυ­λή­σουν ανέ­με­λα έως ότου τα φρε­νά­ρει κά­ποιο εμπό­διο. Όσο περ­νού­σαν τα χρό­νια οι βόλ­τες του κυ­ρί­ου Μί­μη εί­χαν όλο και λι­γό­τε­ρη διάρ­κεια – τα πό­δια του εί­χαν βα­ρύ­νει, οι αντο­χές του εί­χαν μειω­θεί. Ωστό­σο, βρή­κε τη λύ­ση. Θα έπαιρ­νε το αυ­το­κί­νη­το. Απο­φά­σι­σε πως έτσι ήταν ακό­μα κα­λύ­τε­ρα. Διέ­σχι­ζε φαρ­δείς δρό­μους με ελά­χι­στη ακό­μα κί­νη­ση, αντί­κρι­ζε λι­βά­δια με την πά­χνη ακό­μα νω­πή πά­νω στα σπαρ­μέ­να. Οι υπο­φω­τι­σμέ­νοι οδο­δεί­κτες άφη­ναν στο πέ­ρα­σμά του χλω­μές ου­ρές όπως οι μα­κρι­νοί κο­μή­τες. Προ­στα­τευ­μέ­νος από κά­θε θό­ρυ­βο, μπο­ρού­σε, με­τά την κα­θη­με­ρι­νή του δια­δρο­μή, να αντι­με­τω­πί­σει με με­γα­λύ­τε­ρη ανε­κτι­κό­τη­τα τον ερ­χο­μό μιας ακό­μα σπα­τα­λη­μέ­νης μέ­ρας.

Την Πρω­το­χρο­νιά ξε­κί­νη­σε νω­ρί­τε­ρα από ό, τι συ­νή­θι­ζε. Εί­χε παρ­κά­ρει σε μιαν από­το­μη ανη­φό­ρα, ο δρό­μος πί­σω του ήταν ελεύ­θε­ρος. Έκα­νε κρύο, η άσφαλ­τος ήταν γυά­λι­νη από τον πα­γε­τό κι αυ­τός στά­θη­κε για λί­γο πε­ρι­μέ­νο­ντας τους ιρι­δι­σμούς της ασθε­νι­κής αυ­γής να αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται στο οδό­στρω­μα. Το φως αρ­γού­σε και ο κύ­ριος Μί­μης βα­ρέ­θη­κε, μπή­κε γρή­γο­ρα στο αμά­ξι του και άνα­ψε το κα­λο­ρι­φέρ. Τα δά­χτυ­λά του ήταν σχε­δόν άκαμ­πτα όταν τα ακού­μπη­σε στο τι­μό­νι. Το κλει­δί δεν μπή­κε εύ­κο­λα στη μί­ζα, τε­λι­κά τα κα­τά­φε­ρε και κα­τό­πιν έλυ­σε το χει­ρό­φρε­νο. Το αυ­το­κί­νη­το τσού­λη­σε στον έρη­μο δρό­μο με διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νη τα­χύ­τη­τα, κι αυ­τός έψα­χνε με ιλα­ρή σχε­δόν διά­θε­ση το φρέ­νο. Κα­θ’ οδόν ξε­κόλ­λη­σε δυο τρεις κα­θρέ­φτες από σταθ­μευ­μέ­να οχή­μα­τα, έγδα­ρε προ­φυ­λα­κτή­ρες, αλ­λά τί­πο­τε δεν φαι­νό­ταν ικα­νό να ανα­κό­ψει την ορ­μη­τι­κή κά­θο­δο του μπλε κου­πέ με τον μο­να­χι­κό οδη­γό, τον κύ­ριο Μί­μη με την κα­ρό τρα­γιά­σκα του κα­τε­βα­σμέ­νη μέ­χρι τα αυ­τιά. Το λυ­καυ­γές του νέ­ου έτους δια­πέ­ρα­σε φευ­γα­λέα το παρ­μπρίζ και ο κύ­ριος Μί­μης θυ­μή­θη­κε πως ό, τι σου συμ­βαί­νει την πρώ­τη μέ­ρα του χρό­νου θα επα­να­λαμ­βά­νε­ται και τις υπό­λοι­πες τρια­κό­σιες εξή­ντα τέσ­σε­ρεις.
Άφη­σε το τι­μό­νι και τρά­βη­ξε τα πό­δια του από συ­μπλέ­κτες και φρέ­να. Η ρου­τί­να του δεν θα άλ­λα­ζε. Απλώς, επί έναν χρό­νο, θα πέ­θαι­νε κά­θε μέ­ρα.

Κα­τα­στή­μα­τα

όμ*κρον


Είναι ανα­πό­φευ­κτη η επι­κρά­τη­ση της πα­ράλ­λα­ξης όμο­κρον, πρό­βλο­ψο μογ­γό­λος γλοσ­σο­λό­γος. Πό­σο; Τό­σο μο­κρός χό­ρος. Τό­σο μο­το­δο­το­κό νό­σος. Μο­νό­μορ­φος τό­πος. Μο­νό­δο­ξος τρό­πος, όπος ο ολ­λο­νο­κός. Στον Ολ­λό­δο ολο­κλο­ρό­νο­το το δο­ο­θνός λο­γο­το­χνο­κό OLOPO. Βό­λος, Πό­ρος, Ρό­δος, Νό­ξος, Μό­κο­νος, Το­λό, Ορ­χο­μο­νός, Κο­λο­νός, Οκρό­πο­λο. Γο­ο­γρο­φο­κός προ­ο­ρο­σμός. Μό­κος και πλό­τος. Βο­νό και κό­μπος, ξο­ρό & θό­λοσ­σο. Όρος, όρ­μος, όρ­θρος, κόρ­φος, πό­λος. Νό­τος. Τό­νος. Ομό­κο­ντρος, ομό­χον­δρος. Πρό­λο­γος. Μο­νό­φθογ­γος. Θλο­βο­ρός, χο­ρό­μο­νος, πο­ρο­μό­νος, όν­θρο­πος, ζόο, φο­τό. Δό­σκο­λο πρό­ο­δος. Μό­θο­δος. Φθό­νος, πό­θος, δό­λος, θόρ­ρος, σκό­τος, ζό­φος, φος, κο­το­κλο­σμός. Κρό­τος. Κρό­νος, όγκος, πό­νος, τρό­μος, φό­βος, ψό­γος. Γό­μος, γρόν­θος, γό­ος, δο­κός. Οπλο­φό­ρος. Ψο­χο­λο­γο­κός πό­λο­μος. Θό­λος. Λό­θος, λο­βός, λο­λός. Λο­ξός δρό­μος. Λό­ρος, λό­χος, λό­φος. Λο­ο­φό­ρος. Βο­σκός. Ρο­νό­κο­ρος, μο­λοσ­σός, όνος. Οο­ρο­πλό­νο, σκό­φος, οτο­κό­νο­το. Φόρ­τος. Κό­στος. Ομό­λο­γο, προ­τό­το­κο, προ­τό­κολ­λο. Βρο­τός. Κο­ρό­μο­λο, ονο­νός, οβο­κό­ντο, κο­ρό­το, λο­τός, πρό­σο, μο­κο­ρό­νο, όρ­τος, σο­κο­λό­το. Ζο­γρό­φος και πο­ζο­γρό­φος. Φο­το­γρό­φος. Θό­ο­τρο. Οντός. Οκτός. Μό­το, σόμ­βο­λο, το­τόμ. Μο­σορ­γός, το­νό­ρος, ογκο­λό­γος, ορ­θο­πο­δο­κός, οστο­νό­μος, τρο­χο­νό­μος, λο­στρό­μος, λο­τό­μος, τό­μος, οτο­ρο­νο­λο­ρογ­γο­λό­γος, οντο­λό­γος. Πρό­σφο­ρο. Πο­δό­σφο­ρο. Φο­νο­ρός, όμο­ρος, μο­ρός, ολό­το­λος. Χολ, μο­νόκλ, όρ­γκον μποξ, ον, όφ­σορ, σπό­ρος, σοπ, γκλομπ. Σκο­πός, πρό­σκο­πος, κο­τό­σκο­πος. Σό­ος, οθό­ος, όνο­χος, όνορ­κος. Κλό­νος, κλό­δος, δό­ντρο. Ρό­ζος Ζο­ρό. Ροζ. Δον οπόρ­χο όλ­λο διό­ξο­δος. Το φο­νό­μο­νο δον οπο­τό. Μό­νο οδός. Μο­νό­φο­νος. Μο­νο­δο­κό οπο­τό­λο­σμο. Λό­γος. Μο­τό; Οκο­λο­θό το Κο­μο­ρόν.