Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον
[ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ ]

Ετοι­μά­ζο­νται τα αφιε­ρώ­μα­τα






Oδυσ­σέ­ας Ελύ­της
(επιμ. Ιου­λί­τα Ηλιο­πού­λου)Νο­έμ­βριος 2021
Ένας Χάρ­της της Κί­νας (επιμ. Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας)Δε­κέμ­βριος 2021
Νί­κος Γκά­τσος (επιμ. Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα)Ια­νουά­ριος 2022
Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ (επιμ. Γιώρ­γος Βέ­ης)Φε­βρουά­ριος 2022
Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός
(επιμ. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου)Μάρ­τιος 2022
Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου
(επιμ. Χρή­στος Δα­νι­ήλ - Άντεια Φραν­τζή)
Γιώρ­γος Ιω­άν­νου (επιμ. Αντι­γό­νη Βλα­βια­νού-Έλε­να Χου­ζού­ρη)
Τζέιμς Τζόις (επιμ. Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος)
Τζον Άσμπε­ρι
(επιμ. Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου)
Έλ­λη Σκο­πε­τέα
 (επιμ. Δη­μή­τρης Στα­μα­τό­που­λος)
OULIPO (επιμ. Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης)
Γλώσ­σα (επιμ. Χρι­στό­φο­ρος Χα­ρα­λα­μπά­κης)

3 x 7 Σω­κρα­τι­κοί Διά­λο­γοι


————
Με­τά­φρα­ση: Aχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης
————


Μα­θη­τής: Κύ­ριε, πώς μπο­ρού­με να ξέ­ρου­με ότι και ο άν­θρω­πος μη­χα­νή εί­ναι, αλ­λά άπει­ρης πο­λυ­πλο­κό­τη­τας;
Δά­σκα­λος: Όχι μό­νο δεν δια­θέ­τεις κου­μπί off, αλ­λά έχεις κολ­λή­σει και ιό.

Μα­θη­τής: Κύ­ριε, τι εί­ναι το σώ­μα μου;
Δά­σκα­λος: Εί­ναι ένας κή­πος, κι εσύ ο κη­που­ρός του.
Μα­θη­τής: Και το μυα­λό μου;
Δά­σκα­λος: Ένας κη­που­ρός που ψά­χνει τον κή­πο του.

Μα­θη­τής: Κύ­ριε, ο Καντ εί­χε δί­κιο όταν εί­πε ότι η ευ­φυ­ΐα ενός ατό­μου με­τρά­ται με το φόρ­το αβε­βαιό­τη­τας που μπο­ρεί να ση­κώ­σει;
Δά­σκα­λος: Δεν εί­μαι και πο­λύ βέ­βαιος.

Μα­θη­τής: Κύ­ριε, μπο­ρώ να γρά­φω στα τε­τρά­δια μου, στα θρα­νία, στα δέ­ντρα, στην άμ­μο και στο χιό­νι, τη λέ­ξη «ελευ­θε­ρία»;
Δά­σκα­λος: Όχι, ακρι­βώς επει­δή μου ζή­τη­σες την άδεια.

Μα­θη­τής: Κύ­ριε, άνοι­ξα στην τύ­χη ένα λε­ξι­κό κι έπε­σα στη λέ­ξη τύ­χη.
Δά­σκα­λος: Τι θα ’λε­γες αν έπε­φτες στη λέ­ξη ντε­τερ­μι­νι­σμός;

Μα­θη­τής: Αν, κύ­ριε, απα­γο­ρεύ­ε­ται ν’ απα­γο­ρεύ­ου­με, αυ­τό ση­μαί­νει κι ότι απα­γο­ρεύ­ε­ται ν’ απα­γο­ρεύ­ε­ται ν’ απα­γο­ρεύ­ου­με, οπό­τε απα­γο­ρεύ­ε­ται ν’ απα­γο­ρεύ­ε­ται ν’ απα­γο­ρεύ­ε­ται ν’ απα­γο­ρεύ­ου­με, οπό­τε...
Δά­σκα­λος: Μη στα­μα­τάς, εί­σαι σε κα­λό δρό­μο, αλ­λά από μέ­σα σου.

Μα­θη­τής: Έχω την εντύ­πω­ση ότι η χρή­ση τσι­τά­των εί­ναι βο­λι­κό υπο­κα­τά­στα­το της ευ­φυ­ΐ­ας.
Δά­σκα­λος: Σύμ­φω­νοι, αλ­λά το πρό­βλη­μα εί­ναι ότι κι εσύ μό­λις τσί­τα­ρες Σό­μερ­σετ Μομ.


Από το Demande au muet: 115 dialogues socratiques de qualité [Ρώτα τον μουγκό: 115 σωκρατικοί διάλογοι ποιότητας (2014)].

Γέν­νες


Μια σει­ρά ώρι­μων γυ­ναι­κών άρ­χι­σε να γεν­νιέ­ται στο χω­ριό. Οι γέν­νες συ­νέ­βαι­ναν ανά πά­σα στιγ­μή της ημέ­ρας. Κλά­μα­τα σπα­ρα­κτι­κά σκί­ζαν τη νύ­χτα κι ύστε­ρα σιω­πή. Οι νέ­ες γυ­ναί­κες που εί­χαν γεν­νη­θεί στη θέ­ση των πα­λιών κοι­τού­σαν τον κό­σμο με με­γά­λα έκ­πλη­κτα μά­τια. Οι γέν­νες πο­τέ δεν εί­ναι ίδιες, έτσι η κά­θε γυ­ναί­κα θυ­μό­ταν τη δι­κή της με ξε­χω­ρι­στή τρυ­φε­ρό­τη­τα. Γεν­νή­θη­κα μια Κυ­ρια­κή την ώρα που έδυε ο ήλιος, έλε­γε μία, ή γεν­νή­θη­κα βρά­δυ όταν όλοι κοι­μού­νταν κι ακού­γο­νταν μό­νο το τικ-τακ του ρο­λο­γιού, γεν­νή­θη­κα ένα πρωί γυ­ρί­ζο­ντας απ’ το σχο­λείο των παι­διών στο σπί­τι, γεν­νή­θη­κα τη στιγ­μή ακρι­βώς που κα­θά­ρι­ζα ένα πορ­το­κά­λι... κ.ο.κ. ήταν με­ρι­κές από τις φρά­σεις που άκου­γες. Υπήρ­χαν γυ­ναί­κες που γεν­νή­θη­καν με­τά τη σύ­ντα­ξή τους κι άλ­λες ύστε­ρα από ένα δια­ζύ­γιο ή αμέ­σως με­τά από ένα θά­να­το. Σε κά­ποιες, η γέν­νη­σή τους δεν ση­μα­το­δο­τή­θη­κε από ένα ση­μα­ντι­κό γε­γο­νός, αλ­λά από πολ­λά μι­κρά κι ασή­μα­ντα γε­γο­νό­τα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας που συσ­σω­ρεύ­τη­καν και η δύ­να­μή τους προ­κά­λε­σε ένα εί­δος προ­σω­πι­κής απο­κά­λυ­ψης στη γυ­ναί­κα, το πέ­ρα­σμα από το σκο­τά­δι στο φως. Έτσι, οι νε­ο­γέν­νη­τες γυ­ναί­κες ανα­κά­λυ­πταν τον κό­σμο με μια άγρια, πρω­τό­γνω­ρη χα­ρά, με μια όρε­ξη για ζωή που πα­ρέ­σερ­νε τα πά­ντα στο πέ­ρα­σμά του, ακό­μα και το βα­ρύ ρο­λόι του χρό­νου.

——— ≈ ———

Οι γυ­ναί­κες αυ­τές όμως τα­ρά­ζουν το χω­ριό. Στα μά­τια των αντρών μοιά­ζουν να εί­ναι ασυ­γκρά­τη­τες. Μπαί­νουν, βγαί­νουν, γε­λούν δυ­να­τά, κα­πνί­ζουν, μι­λούν και χει­ρο­νο­μούν χω­ρίς κα­νέ­να φό­βο. Επει­δή γεν­νή­θη­καν στο μέ­σο της ζω­ής τους, δεν εί­ναι δια­τε­θει­μέ­νες να χά­σουν ού­τε στιγ­μή. Η ζω­τι­κό­τη­τά τους εί­ναι κά­τι το εκ­πλη­κτι­κό, γι’ αυ­τό πολ­λοί τις κοι­τά­ζουν με επι­φύ­λα­ξη. «Μή­πως τρε­λά­θη­καν;», μοιά­ζει να πλα­νά­ται στο τρο­μαγ­μέ­νο βλέμ­μα τους η απο­ρία. Ποια, αν όχι μια τρε­λή, θα έπαιρ­νε έτσι αψή­φι­στα τις συμ­βά­σεις της ζω­ής; Το να γεν­νά όμως κα­νείς τον εαυ­τό του εί­ναι το πιο ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κό πράγ­μα στον κό­σμο. Κα­θα­ρή αντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τα, κο­λύ­μπι κό­ντρα στο ρεύ­μα.
Γι’ αυ­τό, κα­μιά φο­ρά με­τά τη γέν­νη­σή τους, συμ­βαί­νει να νιώ­θουν οι γυ­ναί­κες μό­νες. Εί­ναι που όλοι όσοι τις πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζουν συ­χνά μοιά­ζουν με γέ­ρους. Ιδί­ως οι άντρες τους, που έχουν πε­θά­νει από και­ρό.

Kε­ρά­σι


Αγό­ρα­σα ένα βά­ζο γλυ­κό του κου­τα­λιού κε­ρά­σι. Με φώ­να­ξε ο πα­τέ­ρας μου και με έστει­λε να το πά­ρω. Τα αυ­τιά μου έκα­ψαν όταν άκου­σα το όνο­μα μου. Δεν με χτυ­πάε,ι ού­τε οι φλέ­βες του πε­τά­γο­νται στους κρο­τά­φους. Μια φο­ρά γύ­ρι­σε από τη δου­λειά και το λευ­κό του που­κά­μι­σο εί­χε κολ­λή­σει πά­νω του από τον ιδρώ­τα. Φά­νη­καν οι τρί­χες του στο στή­θος. Θα ήθε­λα να τις πει­ρά­ξω και να κά­νω σχέ­δια με τα δά­χτυ­λά μου. Μια φο­ρά μι­λού­σε στο τη­λέ­φω­νο. Γε­λού­σε. Γέ­λα­σα και εγώ. Στα­μα­τή­σα­με. Όταν τρώ­με μα­ζί δεν ξέ­ρω πού να βά­λω τα χέ­ρια μου. Μια φο­ρά τον ρώ­τη­σα κά­τι για μια ερ­γα­σία στο σχο­λείο. Εί­μαι σί­γου­ρος, μου απά­ντη­σε αλ­λά δεν τον άκου­γα. Έσκι­ζα τη χαρ­το­πε­τσέ­τα μου. Όταν του μι­λάω δεν έχω σά­λιο. Θα ρί­ξω κά­τω το βα­ζά­κι με τα κε­ρά­σια. Μα­κά­ρι να με χτυ­πή­σει. Ίσως κλά­ψω. Μια φο­ρά με εί­χε αγκα­λιά­σει ένας με­γά­λος μου ξά­δελ­φος. Ήθε­λα να μου σπά­σει τα κόκ­κα­λα. Να με λιώ­σει όπως η σο­κο­λά­τα σε ζε­στά χέ­ρια. Η μα­μά και η μι­κρή δεν αγκα­λιά­ζουν έτσι. Μια φο­ρά που ξυ­ρι­ζό­ταν τον κοί­τα­ξα από την κλει­δα­ρό­τρυ­πα. Τουκ τουκ το ξυ­ρα­φά­κι στο νι­πτή­ρα. Με κα­τά­λα­βε. Έβα­λε το κλει­δί στην τρύ­πα και δεν μου εί­πε τί­πο­τα. Έσπα­σα το βά­ζο στο γυ­ρι­σμό απ’ το σου­περ­μάρ­κετ. Τα κόκ­κα­λά μου εί­ναι ακό­μα στη θέ­ση τους.

Αppαι­σιο­δο­ξία

- Θα τα πο­τί­ζεις όσο λεί­πω...


Προ­σπα­θώ να δια­τη­ρή­σω την απαι­σιο­δο­ξία μου, αλ­λά τα γε­γο­νό­τα δεν το επι­τρέ­πουν.
Οι κι­νη­τές συ­σκευ­ές βο­ή­θη­σαν να γί­νει αντι­λη­πτό ότι η απαι­σιο­δο­ξία εί­ναι μια εφαρ­μο­γή (app-lication) για την ανα­ζή­τη­ση της αι­σιο­δο­ξί­ας. Πρό­κει­ται για προ­ε­γκα­τε­στη­μέ­νη εφαρ­μο­γή σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, ενώ σε άλ­λες προ­στί­θε­ται κα­τό­πιν δω­ρε­άν πα­ρο­χής ή αγο­ράς από συμ­βε­βλη­μέ­να κα­τα­στή­μα­τα, όπως τα app(αι­σιο­δο­ξία) stores. Η εφαρ­μο­γή θε­ω­ρεί­ται απα­ραί­τη­τη, κα­θώς τα αι­σθή­μα­τα ανα­δεύ­ο­νται σε απύθ­με­να μέ­ρη, ενώ ταυ­τό­χρο­να κυ­μα­τί­ζουν στις κο­ρυ­φές των φυλ­λω­μά­των.
Οι κι­νη­τές συ­σκευ­ές συ­νι­στούν προ­ε­κτά­σεις ψυ­χι­σμού ενός κι­νού­με­νου σώ­μα­τος, που έτσι εξα­σφα­λί­ζει την ακι­νη­σία του. Που­θε­νά δεν χρειά­ζε­ται να πας, όταν ξέ­ρεις ότι μπο­ρείς να βρεις έναν χάρ­τη του πώς θα πας εκεί. Κα­θό­λου δεν χρειά­ζε­ται να κι­νη­θείς να μά­θεις οτι­δή­πο­τε, όταν ξέ­ρεις ότι ακί­νη­τος μπο­ρείς τα πά­ντα να λες ότι γνω­ρί­ζεις. Μέ­ρος της εξάρ­τυ­σης κά­θε ατό­μου, οι συ­σκευ­ές αυ­τές πι­στο­ποιούν την εξάρ­τη­σή του από την ακι­νη­σία, ενώ δια­κη­ρύσ­σει την ανε­ξαρ­τη­σία των κι­νή­σε­ών του. Το λο­γι­σμι­κό που τρέ­χει εγκε­φά­λους κα­τα­κλύ­ε­ται και κα­τα­λύ­ε­ται από μια παν­δη­μία συλ­λο­γι­σμών.
Ανα­δει­κνύ­ο­ντας ένα πολ­λα­πλό και πολ­λά απλό ση­μείο ύβρε­ως, όπως συ­νε­χώς τα πο­λυ­γλωσ­σι­κά υβρί­δια, η appαι­σιο­δο­ξία ανα­συ­γκρο­τεί την τα­πει­νό­τη­τα. Στον αέ­ρα τα πά­ντα θε­με­λιώ­νο­νται, apps and downs, κα­θώς έρ­χο­νται τα πά­νω κά­τω. Προ­σω­ρι­νά χω­ρίς ντρο­πή ή εντρο­πία, αδιά­ντρο­πα μέ­χρι να στα­μα­τή­σει συ­νε­χί­ζει να δου­λεύ­ει ατε­λώς, δη­λα­δή χω­ρίς τέ­λος, το μη­χα­νά­κι που οι μη­χα­νές εύ­ρε­σης ονο­μά­ζουν ζωή.
Σε κα­βγά με τη μη­τέ­ρα του, τα βι­βλία της οποί­ας ήταν ευ­πώ­λη­τα όταν ο ίδιος ήταν ακό­μη άγνω­στος, ο μέ­γας σο­λίστ της βού­λη­σης που λέ­γε­ται Σο­πεν­χά­ου­ερ της εί­χε πει ότι θα τη θυ­μού­νται απλώς ως μη­τέ­ρα του. Οι δυο τους πί­στευαν ότι ο πα­τέ­ρας του εί­χε αυ­το­κτο­νή­σει, αν και θε­ω­ρή­θη­κε ατύ­χη­μα όταν πνί­γη­κε σε ένα κα­νά­λι στο Αμ­βούρ­γο. Οι βάρ­κες συ­νε­χί­ζουν ήρε­μα να κυ­λούν στα νε­ρά.
Αυ­τό που με πα­ρη­γο­ρεί εί­ναι ότι τα πράγ­μα­τα δεν μπο­ρεί να γί­νουν πα­ρά μό­νο χει­ρό­τε­ρα.

[Arthur Schopenhauer, 22.2.1788 – 21.9.1860]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Δεν θυμάμαι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης
Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης

Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης

Έλ­γκα Καβ­βα­δία

Η Έλ­γκα Καβ­βα­δία στη Βι­βλιο­θή­κη Ελευ­σί­νας


H Έλ­γκα Καβ­βα­δία (1937-2021) εί­χε την τύ­χη να με­γα­λώ­σει, από πο­λύ μι­κρή ηλι­κία, σε λο­γο­τε­χνι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Το σπί­τι της οι­κο­γέ­νειας στην Αγί­ου Με­λε­τί­ου, όπου έμε­νε όταν δεν τα­ξί­δευε και ο αγα­πη­μέ­νος θεί­ος της Νί­κος, ο Κό­λιας για τους φί­λους του, ήταν, στα δύ­σκο­λα χρό­νια της Κα­το­χής και μέ­χρι το 1962, πέ­ρα­σμα, στέ­κι, και κα­μιά φο­ρά κα­τα­φύ­γιο, για ποι­η­τές, συγ­γρα­φείς και ζω­γρά­φους – Σι­κε­λια­νός, Κα­τί­να Πα­ξι­νού, Χρι­στό­φο­ρος Νέ­ζερ, Μέλ­πω Αξιώ­τη, Τσα­ρού­χης, Σε­φέ­ρης, Χα­τζη­κυ­ριά­κος Γκί­κας, Μό­ρα­λης, Έλ­λη Αλε­ξί­ου, Γιώρ­γος Παπ­πάς, Μυρ­τιώ­τισ­σα κλπ. Με πολ­λούς η προ­σω­πι­κή σχέ­ση συ­νε­χί­στη­κε και τα με­τέ­πει­τα χρό­νια.
Γα­λου­χή­θη­κε έτσι από νω­ρίς στα πο­λι­τι­στι­κά δρώ­με­να, και αυ­τό πα­ρέ­μει­νε σε όλη της τη ζωή το υπό­βα­θρο της προ­σω­πι­κό­τη­τάς της.
Πο­λυ­τά­λα­ντη ήταν η Έλ­γκα.
Με δί­πλω­μα modelling από το Πα­ρί­σι, ξε­κί­νη­σε ως βοη­θός του σχε­δια­στή μό­δας Jean Desses στο Χίλ­τον όπου έρ­χο­νταν οι πε­λά­τισ­σες του για δο­κι­μές.
Με­τά ήρ­θε η Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών, με την γλυ­πτι­κή να μο­νο­πω­λεί το εν­δια­φέ­ρον της.
Και ύστε­ρα το magnum opus της Έλ­γκας – οι παι­δι­κές και εφη­βι­κές βι­βλιο­θή­κες. Όλα ξε­κί­νη­σαν από τα μα­θή­μα­τα βι­βλιο­θη­κο­νο­μί­ας στη ΧΕΝ και την γνω­ρι­μία με την Γαλ­λί­δα Annette Schlumberger. Και έτσι γεν­νή­θη­κε το όρα­μα των παι­δι­κών βι­βλιο­θη­κών, με πρώ­τη τη βι­βλιο­θή­κη της Ελευ­σί­νας, το 1979. Η με­τέ­πει­τα εξέ­λι­ξη άρ­χι­σε όταν έγι­ναν δέ­κα παι­δι­κές βι­βλιο­θή­κες σε αγρο­τι­κές πε­ριο­χές, σε συ­νερ­γα­σία με αγρο­τι­κούς συ­νε­ται­ρι­σμούς. Με­τά το 1984 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός του φο­ρέα και ιδρύ­θη­κε το Κέ­ντρο Παι­δι­κών & Εφη­βι­κών Βι­βλιο­θη­κών, με διευ­θύ­ντρια την Έλ­γκα Καβ­βα­δία, μέ­σω του οποί­ου ιδρύ­θη­καν αρ­χι­κά άλ­λες έντε­κα βι­βλιο­θή­κες, και με­τά άλ­λες δώ­δε­κα ακό­μα, φτά­νο­ντας σε σύ­νο­λο τις τριά­ντα τέσ­σε­ρεις, σε πολ­λά μέ­ρη της Ελ­λά­δας, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες σε πα­ρα­με­θό­ριες πε­ριο­χές και νη­σιά. Οι βι­βλιο­θή­κες εξυ­πη­ρε­τού­σαν 2000-2200 παι­διά την μέ­ρα, με υλι­κό που συ­μπλη­ρω­νό­ταν κά­θε μή­να με 40-60 βι­βλία, αφί­σες, δί­σκους, δια­φά­νειες κλπ.
Το για­τί στα­μά­τη­σε η δρα­στη­ριό­τη­τα του Κέ­ντρου εί­ναι μια πι­κρή ιστο­ρία. Πολ­λοί, σε θέ­σεις ισχύ­ος, δεν στή­ρι­ξαν το εθνι­κό του έρ­γο, με απο­τέ­λε­σμα να στε­ρέ­ψει από πό­ρους, να μην μπο­ρούν να κα­λυ­φθούν ού­τε τα λει­τουρ­γι­κά έξο­δα των υφι­στά­με­νων βι­βλιο­θη­κών, πό­σο μάλ­λον να γί­νουν και­νούρ­γιες. Και έτσι το Κέ­ντρο οδη­γή­θη­κε το 2010 σε ορι­στι­κό κλεί­σι­μο.
Τι ήταν τε­λι­κά αυ­τές οι βι­βλιο­θή­κες; Ήταν μι­κρές, όλες σχε­δόν σε κα­τάλ­λη­λα διαρ­ρυθ­μι­σμέ­να υφι­στά­με­να κτί­ρια. Το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους ήταν το δη­μιουρ­γι­κό και και­νο­τό­μο πνεύ­μα που τις διέ­πνεε. Τα παι­διά απο­ζη­τού­σαν να βρί­σκο­νται εκεί, για­τί οι βι­βλιο­θή­κες εί­χαν στό­χο να εί­ναι «χώ­ροι ανε­ξαρ­τη­σί­ας και αυ­τε­νερ­γεί­ας». Με αρ­χή την επι­λο­γή των βι­βλιο­θη­κά­ριων κά­θε βι­βλιο­θή­κης που γι­νό­ταν με κύ­ριο κρι­τή­ριο την ικα­νό­τη­τα στην επι­κοι­νω­νία. Τα δι­πλώ­μα­τα με­τρού­σαν λι­γό­τε­ρο. Και ύστε­ρα ήταν τα προ­γράμ­μα­τα. Προ­σω­πι­κά φτιαγ­μέ­να από την Έλ­γκα, σκο­πό εί­χαν να μπο­ρούν τα παι­διά να «τα­ξι­δεύ­ουν» με προ­σμο­νή σε και­νούρ­γιους κό­σμους. Ακό­μα και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση ήταν πρω­τό­τυ­πα δια­λεγ­μέ­νη. Πα­ρά­δειγ­μα τα έξι τα­ξί­δια στη Με­σό­γειο, με αφε­τη­ρία τα γρα­φό­με­να τού Fernand Braudel, και το πρό­γραμ­μα «Μ σαν Μό­ρα­λης». Μό­νο όσοι εί­χαν την ευ­και­ρία να επι­σκε­φθούν μια από αυ­τές τις βι­βλιο­θή­κες μπό­ρε­σαν να κα­τα­λά­βουν τι εί­χε συ­ντε­λε­στεί, μό­νο όσοι εί­δαν την Έλ­γκα «εν δρά­σει» ανά­με­σα στα παι­διά και τους αφο­σιω­μέ­νους βι­βλιο­θη­κά­ριους, και δια­πί­στω­ναν, με τα δι­κά τους μά­τια, το δέ­σι­μο με­τα­ξύ τους και το πρω­το­πο­ρια­κό πνεύ­μα που επι­κρα­τού­σε. Όλοι μα­ζί μια οι­κο­γέ­νεια που πί­στε­ψε στο έρ­γο αυ­τό.
Αξί­ζει μια ει­δι­κό­τε­ρη ανα­φο­ρά στα Πο­μα­κο­χώ­ρια, και στην Θρά­κη γε­νι­κό­τε­ρα. Με με­γά­λο κό­πο μπό­ρε­σε να φτια­χτεί η πρώ­τη βι­βλιο­θή­κη, στη Μύ­κη, πα­ρά την γε­νι­κό­τε­ρη κα­θο­δη­γού­με­νη άρ­νη­ση διά­θε­σης κτι­ρί­ων. Ήταν, έτσι, πο­λύ οδυ­νη­ρή για την Έλ­γκα η δια­πί­στω­ση ότι το 2003 η Νο­μαρ­χία Ξάν­θης δεν αντα­πο­κρί­θη­κε στο αί­τη­μα του Κέ­ντρου να απο­κτη­θεί ένα ανέλ­πι­στα δια­θέ­σι­μο σπί­τι στο χω­ριό Με­λί­βοια, το οποίο θα εί­χε προ­ο­ρι­σμό να λει­τουρ­γεί σαν κέ­ντρο όλης της πε­ριο­χής, και ει­δι­κό­τε­ρα σαν αφε­τη­ρία για τις δια­δρο­μές του Μπλε Σά­κου στα χω­ριά. Ο Μπλε Σά­κος, που η Έλ­γκα εμπνεύ­στη­κε από ένα τα­ξί­δι της στην Ιν­δία, εί­χε ήδη λει­τουρ­γή­σει πει­ρα­μα­τι­κά στη Θρά­κη με τε­ρά­στια επι­τυ­χία, δα­νεί­ζο­ντας σε μα­θη­τές πολ­λών μειο­νο­τι­κών χω­ριών βι­βλία επι­λο­γής τους για 15 μέ­ρες.
Στα πιο πρό­σφα­τα χρό­νια, ήρ­θαν οι με­τα­φρά­σεις από γαλ­λι­κά σε ελ­λη­νι­κά. Τέσ­σε­ρα βι­βλία όλα από τις εκ­δό­σεις Άγρα του Σταύ­ρου Πε­τσό­που­λου, με τον οποίο την συ­νέ­δεε μια συ­νερ­γα­σία πολ­λών ετών, από το 1985. Πρώ­τα με δη­μο­σιεύ­μα­τα για τις παι­δι­κές βι­βλιο­θή­κες, και με­τά με την έκ­δο­ση όλων των βι­βλί­ων του Νί­κου Καβ­βα­δία. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των με­τα­φρά­σε­ων της Έλ­γκας ήταν η εντε­λώς προ­σω­πι­κή και πο­λύ δυ­να­μι­κή χρή­ση της Ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, με απο­κο­ρύ­φω­μα το βι­βλίο των Boileau και Narcejac Les Femmes Diaboliques. Μη θέ­λο­ντας να το με­τα­φρά­σει «Οι δια­βο­λο­γυ­ναί­κες» όπως ήταν και το γνω­στό κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό έρ­γο, χρη­σι­μο­ποί­η­σε μια εντε­λώς δι­κή της λέ­ξη. Και το βι­βλίο κυ­κλο­φό­ρη­σε με τον τί­τλο Οι δια­βό­λισ­σες.
Μια λι­γό­τε­ρο γνω­στή της δρα­στη­ριό­τη­τα της ήταν για το ανέκ­δο­το πλού­σιο αρ­χείο του Νί­κου Καβ­βα­δία, του οποί­ου ήταν θε­μα­το­φύ­λα­κας με την μη­τέ­ρα της Τζέ­νια, και με­τά με τον γιό της Φί­λιπ­πο.
Το κτή­μα του πα­τέ­ρα της στις όχθες του Λου­δία, νό­τια από τα Γιαν­νι­τσά, το θυ­μό­ταν πά­ντα. Οι επι­σκέ­ψεις της εκεί, σε παι­δι­κή ηλι­κία, ση­μά­δε­ψαν τη σχέ­ση της με την ύπαι­θρο και με τα ζώα, με αρ­χή τα τέσ­σε­ρα κυ­νη­γε­τι­κά σκυ­λιά του πα­τέ­ρα της τα οποία υπε­ρα­γα­πού­σε. Ώσπου κά­ποια μέ­ρα τραυ­μα­τί­στη­κε κα­τά λά­θος ένας ερω­διός. Η Έλ­γκα, θε­λη­μα­τι­κή από τό­τε, απαί­τη­σε να στα­μα­τή­σει το κυ­νή­γι στο κτή­μα. Στην Αθή­να εί­χε πά­ντα μια γά­τα στο σπί­τι, δί­πλα της μέ­χρι την τε­λευ­ταία μέ­ρα.
Νοια­ζό­ταν τον συ­νάν­θρω­πό της, τον φτω­χό και τον αδύ­να­μο, ιδιαί­τε­ρα τους πα­ρα­με­ρι­σμέ­νους από την κοι­νω­νία. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι πριν πολ­λά χρό­νια εί­χε βρε­θεί στην Ελευ­σί­να αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας σο­βα­ρού τρο­χαί­ου, όπου διά­φο­ροι ενο­χο­ποί­η­σαν έναν ρο­μά οδη­γό τρί­κυ­κλου. Η Έλ­γκα του έδω­σε τα στοι­χεία της και πή­γε μάρ­τυ­ρας στη Σα­τω­βριάν­δου. Με­τά την αθώ­ω­ση, οι ρο­μά που εί­χαν πα­ρα­βρε­θεί στη δί­κη την σή­κω­σαν με το ζό­ρι και, με ντα­ού­λια άρ­χι­σαν να την πε­ρι­φέ­ρουν μέ­χρι και την αρ­χή της Στα­δί­ου. Χρό­νια με­τά, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την έμ­φυ­τη κλί­ση των ρο­μά στην μου­σι­κή, ορα­μα­τί­στη­κε μια και­νο­τό­μο παι­δι­κή μου­σι­κή βι­βλιο­θή­κη στον Ασπρό­πυρ­γο, με όρ­γα­να κλπ. Οι­κό­πε­δο εί­χε βρε­θεί, προ­σχέ­δια εί­χαν γί­νει, αλ­λά οι πα­ρά­γο­ντες δεν ήταν στο ύψος των προσ­δο­κιών.
Με γού­στο, πολ­λές φο­ρές αντι­συμ­βα­τι­κό, ακό­μα και στο ντύ­σι­μο της. Και με φο­βε­ρό μά­τι. Ξη­με­ρώ­μα­τα πή­γαι­νε στα γιου­σου­ρούμ, όπου ξε­χώ­ρι­ζε το ιδιαί­τε­ρο κι ας ήταν χα­μέ­νο ανά­με­σα στα πολ­λά ασή­μα­ντα.
Εκτός από το Πα­ρί­σι με το οποίο την συ­νέ­δε­αν πολ­λά, τα τα­ξί­δια της που με­τρού­σαν ήταν τα μα­κρι­νά σε άλ­λες ηπεί­ρους και πο­λι­τι­σμούς. Λι­γό­τε­ρο για τα αξιο­θέ­α­τα και πο­λύ πιο πο­λύ για το αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο – στους δρό­μους, στα πα­ζά­ρια και, όταν τύ­χαι­νε, μα­ζί με αυ­το­δί­δα­κτους δη­μιουρ­γούς. Εκεί η Έλ­γκα μπο­ρού­σε να χά­σει την αί­σθη­ση του χρό­νου.
Εί­χε πολ­λούς κα­λούς φί­λους, φί­λους για μια ζωή. Με τους αν­θρώ­πους των τε­χνών και του πο­λι­τι­σμού ήταν στο στοι­χείο της – Αντώ­νης Κυ­ρια­κού­λης, Αλέ­ξης Κυ­ρι­τσό­που­λος, Γιάν­νης Ψυ­χο­παί­δης, Βα­σί­λης Πε­τρά­κος, Άγ­γε­λος και Μα­ρία Δε­λη­βορ­ριά, Δη­μή­τρης και Ελέ­νη Κα­λο­κύ­ρη, Χρή­στος Λά­ζος, Λέ­να Φεσ­σά, Ελέ­νη Πό­τα­γα, Λευ­τέ­ρης Βο­για­τζής, Γιώρ­γος Λού­κος, Φα­λή Βο­για­τζά­κη, Χλόη Ομπο­λέν­σκι, Πέ­γκυ Ζου­μπου­λά­κη και άλ­λοι πολ­λοί, όλοι εί­χαν πε­ρά­σει από το φι­λό­ξε­νο, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νο από βι­βλία, πί­να­κες και αντι­κεί­με­να που αγα­πού­σε, σπί­τι της στην Ερε­χθεί­ου.
Αμε­τα­κί­νη­τη στα πι­στεύω της, και με ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη χω­ρίς βα­ρί­δια από που­θε­νά, δεν χα­ρι­ζό­ταν σε κα­νέ­ναν. Το θε­α­θή­ναι τής ήταν πα­ντε­λώς ξέ­νο. Κο­φτή, κα­μιά φο­ρά, αλ­λά με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό Κε­φαλ­λο­νί­τι­κο χιού­μορ, έκα­νε πά­ντα αυ­τό που θε­ω­ρού­σε σω­στό χω­ρίς πο­τέ να επι­διώ­κει την δη­μο­σιό­τη­τα. Κοί­τα­ζε πα­ρα­πέ­ρα, την με­γά­λη ει­κό­να, και προ­σπερ­νού­σε τα λι­γό­τε­ρο ου­σια­στι­κά.
Βα­θύ­τα­τα καλ­λιερ­γη­μέ­νη και ευαί­σθη­τη, αλ­λά συ­νά­μα ανή­συ­χο πνεύ­μα και επί­μο­νη όταν εί­χε ένα στό­χο, εί­χε την ευ­τυ­χία να πε­ρι­βάλ­λε­ται στη ζωή της από αν­θρώ­πους που εκτι­μού­σε και την εκτι­μού­σαν. Άφη­σε έρ­γο σε ποι­κί­λους το­μείς, λες και μια ζωή δεν της ήταν αρ­κε­τή. Πά­νω απ’ όλα, η Έλ­γκα θα μας λεί­ψει γι’ αυ­τό που ήτα­νε – μια γυ­ναί­κα με εσω­τε­ρι­κή ενέρ­γεια και λάμ­ψη που δεν ξε­χνιό­ταν απ’ όσους την εί­χαν γνω­ρί­σει.