Εμείς οι γλάροι δεν έχουμε ονόματα. Μου αρέσει που δεν έχω όνομα. Ένας γλάρος ανάμεσα σε άλλους γλάρους.
Γράφω και σβήνω σε ώρες παράξενες, είμαι ευτυχής αν καταφέρω σ’ ένα πρωί, να γεμίσω με κάτι ουσιαστικό μία κενή σελίδα.
Η Σίλα βρισκόταν μόνη της στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση που ήταν, όπως πάντα, ανοιχτή. Συνήθιζε να στοιχηματίζει [...]
Πάντα της άρεσε / να δένει στα μαλλιά, χάρτινες πλεξούδες / για να μακρύνουν κι άλλο και να φτάσουν ως / τη γη.